- Την Δευτέρα (6/6), ιταλικό δικαστήριο δικαίωσε τους κατοίκους του Διστόμου για τις πολεμικές αποζημιώσεις.
- Την Παρασκευή (10/6) συμπληρώνονται 67 χρόνια από τη θηριωδία. Λίγους μήνες πριν, είχαμε επισκεφθεί το Δίστομο.
- Δημήτρης Θεοδωρόπουλος
- ΤΟ ΒΗΜΑ: 07/06/2011
Η κιτρινισμένη φωτογραφία έχει τραβηχθεί στα τέλη της δεκαετίας του
’40. Είναι κάποια από τα παιδιά του Διστόμου που γλίτωσαν από τη σφαγή
του 1944. Κάποια απ’ αυτά, ηλικιωμένοι επιζώντες πια, θυμούνται τις
λεπτομέρειες (Φωτογραφία: Μυρτώ Παπαδοπούλου)
Eίναι ένα κανονικό πλακόστρωτο ενός τυπικού χωριού. Δίπλα βρίσκεται ένα δέντρο, πιο δίπλα μια καφετέρια, παραδίπλα άλλη μία. Και είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται στα μάτια κάθε περαστικού, για κάποιους άλλους, όμως, είναι το σημείο «όπου σκότωσαν πέντε». Το δημαρχείο, ένα όχι και τόσο εντυπωσιακό κτίσμα, δείχνει ένα απλό ροζ κτίριο με άσπρες πόρτες αλουμινίου. Και αυτό είναι στην πραγματικότητα για όλους, εκτός από τις περίπου 2.000 κατοίκους του χωριού. Για αυτούς είναι «εκεί που έσφαξαν τέσσερις οικογένειες και δύο γυναίκες με παιδιά στην κοιλιά». Ο δρόμος είναι υγρός, ο αέρας παγωμένος, το ημερολόγιο δείχνει 2011, αλλά σε μια καφετέρια δίπλα στο πλακόστρωτο – «εκεί που σκότωσαν πέντε» – μια παρέα 30ρηδων, ανάμεσα σε εφημερίδες, τσιγάρα και καφέδες, συζητάνε με πάθος. Η κουβέντα δεν έχει να κάνει με το ντέρμπι, ούτε με την απαξίωση της πολιτικής. Η κουβέντα επιστρέφει στις 10 Ιουνίου του 1944, τότε που ο χρόνος σταμάτησε για το Δίστομο και συνέβη αυτό που, 67 χρόνια μετά, βρίσκεται ακόμη στην επικαιρότητα, αυτό που κάνει έναν 40χρονο γιο επιζώσης – λόγω καλής κρυψώνας – εκείνο το απόγευμα του 1944 να παραδέχεται ότι «κάθε μέρα σκέφτομαι ότι έχω γεννηθεί κατά τύχη. Πως αν η κρυψώνα της μάνας μου δεν ήταν τόσο καλή, απλώς δεν θα υπήρχα». Σοβαρές σκέψεις λίγο προτού κοιμηθείς.
Δεν είναι ο μόνος που αναρωτιέται. Στις 10 Ιουνίου του 1944, έπειτα από άτακτες επιθέσεις ελλήνων ανταρτών, οι Γερμανοί, κοντά στο τέλος του πολέμου, κουρασμένοι, κοντά στην ήττα και σύμφωνα με διηγήσεις της εποχής στο χωριό, «με ροπή στο ποτό», αντιδρούν οργανωμένα. Από το μεσημέρι μαζεύονται στην πλατεία του Διστόμου, συγκεντρώνουν τα οχήματα και όλη τη δύναμή τους και ξεκινούν μηχανικά να σφάζουν όποιον βρουν μπροστά τους. Συνεχίζουν με λύσσα που ακόμη και σήμερα κάνει κάθε λογικό νου να αναρωτιέται και σταματούν λίγο προτού πέσει ο ήλιος. Φεύγουν στο σούρουπο, οργανωμένοι και – απορίας άξιον σε ποια ψυχολογική κατάσταση – γιατί φοβούνται ότι αν έρθει το βράδυ θα είναι ευάλωτοι στους αντάρτες. Αφήνουν πίσω τους 218 άμαχους νεκρούς. Σαράντα επτά εξ αυτών παιδιά από λίγων μηνών μέχρι 12 χρόνων, 101 γυναίκες και 70 άνδρες. Υπάρχει και ένας απροσδιόριστος αριθμός αγέννητων εμβρύων που ξεριζώθηκαν από την κοιλιά της μητέρας τους, υπάρχουν και διηγήσεις για βιασμένους, ακρωτηριασμένους, κρεμασμένους στα δέντρα ανθρώπους, υπάρχει πάντα και η απορία: Γιατί; Η απορία φέρνει οργή, η οργή αντίδραση και αυτή έχει δημιουργήσει εδώ και δεκαετίες την περίφημη ιστορία διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων. Ξεκίνησε το 1946 όταν υπογράφηκε η σύμβαση για τις πολεμικές αποζημιώσεις στο Παρίσι και επιδίκασε 7,1 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ελλάδα, συνεχίστηκε με την αναβολή της αποπληρωμής στο Λονδίνο το 1953, σύρθηκε επί χρόνια λόγω αδράνειας, πολιτικών σκοπιμοτήτων και αναποφασιστικότητας, ίσως και λόγω φόβου από τις ελληνικές κυβερνήσεις, και καταλήγει στην εποχή μας. Στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στις 13 Ιανουαρίου ότι η Ελλάδα προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Γερμανίας για να διεκδικήσει χρήματα. Η κίνηση έδωσε αφορμή για επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς, ειδικά τώρα, στις επίκαιρες οικονομικές σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας, ξεσήκωσε αντιδράσεις, μεταξύ άλλων από τον ομότιτλο καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας Κώστα Μπέη που χαρακτήρισε την κίνηση «πυροτέχνημα χωρίς νομική ισχύ» και δεν έκανε τους κατοίκους του Διστόμου να πετάξουν από τη χαρά τους. Εχουν, άλλωστε, πικρή πείρα από το θέμα.
Δεν είναι οι μόνοι που κατατρέχονται από το παρελθόν τους. Στο χωριό, ανάμεσα στις μνήμες, κυκλοφορεί και ένας 48χρονος δάσκαλος από το Αμβούργο. Τον λένε Γιόχαν Ολντροπ, έμαθε αρχαία ελληνικά στο σχολείο, ασχολήθηκε με τη μοντέρνα Ελλάδα και κάποια στιγμή, μέσα στο 2006, έτυχε να δει στη γερμανική τηλεόραση την ταινία του Ελβετού Στέφαν Χάουπτ «Ενα τραγούδι για τον Αργύρη», τη διήγηση μιας πραγματικής ιστορίας, αυτής του Αργύρη Σφουντούρη, ο οποίος έχασε τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς του στο χωριό. Περιπλανήθηκε ανήλικος σε ορφανοτροφεία και έφυγε έπειτα από χρόνια με μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού στην Ελβετία. Αργότερα έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, στα μαθηματικά και στην αστροφυσική, και σήμερα επιστρέφει όλο και πιο συχνά στην Ελλάδα, στο χωριό όπου όλα ξεκίνησαν και όλα τελείωσαν. Ο δάσκαλος από το Αμβούργο είδε την ταινία και άρχισε να αναρωτιέται. Παρατήρησε ότι «οι Γερμανοί, όχι μόνο οι στρατιώτες αλλά κάποιοι άλλοι, όπως ένας από τους παππούδες μου, που δούλευαν σε ένα ήπιο στρατόπεδο υποχρεωτικής εργασίας δεν μιλούν για το θέμα. Ρώτησα, ενόχλησα, ωστόσο ούτε συγγενής ούτε κάποιος άλλος ήθελε να μιλήσει. Είναι κάτι για το οποίο ντρέπομαι. Και το άλλο, ότι η γερμανική κυβέρνηση – οποιαδήποτε μεταπολεμική κυβέρνηση – δεν έκανε κάτι ώστε να μας βοηθήσει να συμβιβαστούμε με το παρελθόν μας».
Η φράση «οι λύκοι σιωπούσαν γιατί οι άνθρωποι ούρλιαζαν» μάλλον περιγράφει λυρικά εκείνη την ημέρα και γι’ αυτό ο Γιόχαν την έχει χρησιμοποιήσει (σε άπταιστα ελληνικά) στην εργασία που έχει ετοιμάσει για το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο οποίο φοιτά. Στην έκθεσή του έχει παρακολουθήσει την ιστορία ματαιώσεων των πολεμικών αποζημιώσεων, έχει καταγράψει τους νεκρούς και καταλήγει και αυτός να αναρωτιέται. Οχι μόνο το γιατί, αλλά και το τι μπορεί να γίνει για να νιώσει λίγο καλύτερα: «Νομίζω ότι είναι προσβλητικό να μιλάμε για λεφτά, για ένα ποσό για κάθε κεφάλι. Δεν μπορείς να πληρώσεις με τίποτε για αυτό που έκανες, αλλά κάτι πρέπει να γίνει. Κάπως πρέπει να φανεί ότι η γερμανική κυβέρνηση αναγνωρίζει το παρελθόν της. Διαφορετικά, τα φαντάσματα θα συνεχίσουν να σέρνονται. Οπως και οι άνθρωποι, έτσι και τα κράτη έχουν ευθύνη. Με εκνευρίζει η αλαζονεία που βλέπω γύρω μου – σε κάθε κοινωνία αλλά και στη Γερμανία – αυτό το DNA των λαών. Δεν μπορώ να διαβάζω στο περιοδικό «Stern» ότι «πήρατε αρκετά λεφτά από την Ευρωπαϊκή Ενωση τόσα χρόνια και τα φάγατε, μη ζητάτε και άλλα». Τι θα μπορούσε να γίνει όμως; «Απάντηση δεν έχω. Και μάλλον δεν έχει να κάνει με τα λεφτά. Θα μπορούσε να είναι μια έμπρακτη κίνηση μεταμέλειας. Οπως το να ανεγερθεί από τη Γερμανία ένα κτίσμα, ένα ίδρυμα, οτιδήποτε που να θυμίζει τη σκοτεινή και δολοφονική πλευρά των ανθρώπων. Θα ήταν κάπως σαν αντίθεση στη θετική πλευρά των ανθρώπων την οποία αντιπροσωπεύουν οι Δελφοί εκεί κοντά…». Δεν είναι ο μόνος Γερμανός που βρίσκεται στο πλευρό των Ελλήνων. Την προσφυγή στη Χάγη υποστήριξε πρόσφατα η AK Distomo (Arbeitskreis Distomo), μια ομάδα εργασίας για το Δίστομο η οποία εδρεύει στο Αμβούργο και αποτελείται από γερμανούς δικηγόρους.
Οι συζητήσεις στο χωριό, πάντως, δεν είναι τόσο θριαμβευτικές όσο θα περίμενε κάποιος ανίδεος παρατηρητής. Από τη στιγμή όμως που η ελληνική κυβέρνηση θα παραστεί στο Δικαστήριο της Χάγης, για ποιον λόγο δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την υπόθεση; Εξαιτίας του παρελθόντος είναι η απάντηση. Αυτού που ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά τη σφαγή, έφτασε σε μια κρίσιμη καμπή το 1965, όταν η Γερμανία έδωσε ένα μέρος του ποσού, περίπου 115 εκατομμύρια μάρκα, στις λεγόμενες «ομαδικές συμφωνίες» και όποτε επιχειρήθηκε να ανακινηθεί ανακόπηκε. Ο αγώνας είχε ξεκινήσει το 1995 από τον Γιάννη Σταμούλη, δικηγόρο και πολιτικό. Είχε προηγηθεί απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς κατά της Γερμανίας και απόρριψη της προσφυγής του γερμανικού κράτους στον Αρειο Πάγο. Το 2003 οι κάτοικοι του Διστόμου προσέφυγαν στην ιταλική Δικαιοσύνη που δέχθηκε την ετεροδικία, το δικαστήριο της Ιταλίας τούς δικαίωσε και έπειτα από εφέσεις και αναβολές, η υπόθεση έφτασε λίγο πριν από την οριστική απόφαση. Τον Ιούνιο η κυβέρνηση θα παρέμβει στην πλευρά της Ιταλίας, στην κόντρα με τη Γερμανία.
«Δηλαδή τίποτε, μας κοροϊδεύουν. Αν ήθελαν να κάνουν κάτι, θα είχε γίνει», λέει ο Θέμης Παπαϊωάννου, 35χρονος μόνιμος κάτοικος Διστόμου και διαχειριστής του distomo.blogspot.com. «Πιστεύω ότι όλος αυτός ο ντόρος που έγινε για το θέμα είναι ένας εμπαιγμός και μια καθαρά υποκριτική συμπεριφορά των κυβερνήσεων. Πρώτον, επειδή είναι μια διένεξη που αφορά δύο άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τη Γερμανία και την Ιταλία, οπότε η Ελλάδα θα παραστεί ως παρατηρητής και χωρίς επιπτώσεις στις σχέσεις της με τη Γερμανία, και, δεύτερον, επειδή οι αποζημιώσεις θα είχαν δοθεί στους Διστομίτες, αν υπέγραφαν οι εκάστοτε υπουργοί Δικαιοσύνης. Γιατί δεν το κάνουν τώρα; Αφού έχουμε ήδη πέντε δικαστήρια υπέρ μας. Και επίσης, κάτι άλλο που θέλουν οι περισσότεροι, κυρίως οι νέοι, όσοι κατοικούν εδώ, είναι η ηθική δικαίωση του Διστόμου. Δεν μας αρέσει η ιδέα να κερδίσουμε τα χρήματα και να μοιραστούν στους κατοίκους ανάλογα με τον αριθμό των νεκρών τους. Θα θέλαμε να επενδύσει το γερμανικό κράτος, να γινόταν στον τόπο μας κάτι, μια και είναι βιομηχανική η περιοχή και πληροί όλες τις προδιαγραφές, έτσι ώστε να βρουν εργασία οι νέοι άνθρωποι που φεύγουν συνεχώς και ο τόπος ρημάζει».
Την άνοιξη του 1950, σε μια άλλου είδους ρημαγμένη εποχή, ενώ το σχολείο του χωριού, που προσπαθούσε να μάθει να ζει με τα «γιατί» και τον πόνο, έκανε το μεγάλο πρωινό του διάλειμμα, ο μικρός Τάκης Σφουντούρης είδε ένα πούλμαν να παρκάρει έξω από χωριό. Μια παρέα γερμανών τουριστών μπήκαν και «μου έκανε εντύπωση ότι έδειχναν τις γωνίες των δρόμων, τα σημεία που τότε ήταν κόκκινα από το αίμα, και συζητούσαν μεταξύ τους. Δεν έχω αποδείξεις ασφαλώς, αλλά είμαι σίγουρος ότι ήταν κάποιοι από τους στρατιώτες που επέστρεψαν στο μέρος». Δεν υπήρχε και καιρός να ψάξει κανείς για αποδείξεις. Ο κύριος Τάκης Σφουντούρης, κοντά στα 70 του, είναι επιχειρηματίας, δεν έφυγε ποτέ από το Δίστομο, όταν τον έβαλαν στα δέκα του σε ένα καμιόνι του Ερυθρού Σταυρού με προορισμό την Αθήνα, πήδηξε από την καρότσα, αλλά αν τον ρωτήσεις λεπτομέρειες για ένα απόγευμα, 67 χρόνια πριν, γίνεται και πάλι μικρός. Θυμάται ότι: «Είχαμε πάει στο σπίτι μιας θείας μου, γιατί θα παντρευόταν και έφτιαχναν τηγανίτες. Κάποια στιγμή, γυρίζοντας σπίτι, η γιαγιά μου επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο. Είδαμε ένα παιδί ανάπηρο από πολιομυελίτιδα να εκτελείται και κρυφτήκαμε σε ένα κοντινό σπίτι που είχε ένα μικρό κελάρι για τα τυριά. Κοιμήθηκα μέσα στα βαρέλια της φέτας και όταν ξύπνησα και πήγα σπίτι μου το βράδυ, είδα τη μητέρα, τον πατέρα και το δίχρονο αδελφάκι μου νεκρούς». Οι αποζημιώσεις δεν τον απασχολούν τόσο. «Το ’65 είχα πάρει 15.000 δραχμές από τη Γερμανία. Τα έδωσα στην αδελφή μου που ήταν νιόπαντρη. Δεν ξέρω τι θα γίνει με τις αποζημιώσεις, είμαι απαισιόδοξος και με ενοχλεί η σκέψη ότι ακόμη και σήμερα κάθε νεκρός μου κοστίζει κάποια χρήματα. Αλλά κάτι πρέπει να γίνει, κάτι πρέπει να ακουστεί, πρέπει να υπάρξει μεταμέλεια».
Μια φωτογραφία με τέσσερις κοπέλες στον δρόμο του χωριού να κραδαίνουν όπλα δεν είναι συνηθισμένη λήψη για το 1945. Για την τότε έφηβη Παγούλα Σκούτα, μέλος της ένοπλης παρέας, φαινόταν φυσιολογικό. «Μετά την απελευθέρωση ποζάραμε με κάτι συχωριανές σε έναν φωτογράφο του χωριού. Δεν ήταν δικά μας τα όπλα, απλώς παριστάναμε τι θα κάναμε αν έρχονταν ξανά οι Γερμανοί. Ξορκίζαμε τα φαντάσματα βασικά». Τα φαντάσματα της είναι παρόμοια: Η διήγηση, σχεδόν μηχανική, περιέχει λεπτομέρειες της σφαγής, σκυλιά που κουβαλάνε τα νεκρά αφεντικά τους, κοράκια πάνω από το χωριό, ο νεκρός πατέρας και το αδελφάκι της και η διάσωση μέσα σε ένα υπόγειο με κρασί που μπλέχτηκε με το αίμα. «Τα λεφτά είναι γλυκά. Δεν θα μας τα δώσουν, το ξέρω, φταίμε και οι Ελληνες που δεν τα ζητούσαμε όταν έπρεπε. Κάτι πρέπει να γίνει. Γιατί εγώ, όταν κάνω λάθος, ζητάω συγγνώμη. Αυτοί;».
Εν έτει 2011 είναι περίεργο να βλέπεις τέτοιο πάθος, τέτοια λεπτομέρεια και τέτοια εμμονή με το 1944. Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού, στο μνημείο και μαυσωλείο, εκεί όπου γίνεται η ετήσια τελετή την οποία αρκετοί επιζώντες παρακολουθούν στον ήλιο και οι πολιτικοί στη σκιά, εξηγείται και στους πλέον ανίδεους ο λόγος των αναμνήσεων με απαρίθμηση θυμάτων, με ανατριχιαστικές αναφορές σε νεκρά παιδιά ηλικίας δύο μηνών. Δίπλα στο μνημείο, μια μπάρα κλείνει την είσοδο στα αυτοκίνητα. Η θέα είναι πανοραμική, η ησυχία βολική, έχει την ιδανική διακριτικότητα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους χώρους όπου καταφεύγουν οι ανέστιοι αλλά εποχούμενοι εραστές. Η μπάρα έχει μπει για αυτόν τον λόγο, για να μην ανεβαίνουν εκεί τα αυτοκίνητα. «Κακώς», λέει ο Δημήτρης Σφουντούρης, 40χρονος απόγονος επιζώντων, που πήρε το όνομα νεκρού προγόνου του: «Είναι ποιητικό. Εκεί που βασιλεύει ο θάνατος, υπάρχει και η πλήρης αντίθεση, ο ορισμός της ζωής». Με μια τέτοια στάση ζωής, ίσως εξηγείται πώς επιβίωσε της σφαγής, των αναμνήσεων, των Ερινυών και του μόνιμου πένθους το Δίστομο.
Δείτε ΕΔΩ το προηγούμενο άρθρο του χειμώνα
Eίναι ένα κανονικό πλακόστρωτο ενός τυπικού χωριού. Δίπλα βρίσκεται ένα δέντρο, πιο δίπλα μια καφετέρια, παραδίπλα άλλη μία. Και είναι ακριβώς αυτό που φαίνεται στα μάτια κάθε περαστικού, για κάποιους άλλους, όμως, είναι το σημείο «όπου σκότωσαν πέντε». Το δημαρχείο, ένα όχι και τόσο εντυπωσιακό κτίσμα, δείχνει ένα απλό ροζ κτίριο με άσπρες πόρτες αλουμινίου. Και αυτό είναι στην πραγματικότητα για όλους, εκτός από τις περίπου 2.000 κατοίκους του χωριού. Για αυτούς είναι «εκεί που έσφαξαν τέσσερις οικογένειες και δύο γυναίκες με παιδιά στην κοιλιά». Ο δρόμος είναι υγρός, ο αέρας παγωμένος, το ημερολόγιο δείχνει 2011, αλλά σε μια καφετέρια δίπλα στο πλακόστρωτο – «εκεί που σκότωσαν πέντε» – μια παρέα 30ρηδων, ανάμεσα σε εφημερίδες, τσιγάρα και καφέδες, συζητάνε με πάθος. Η κουβέντα δεν έχει να κάνει με το ντέρμπι, ούτε με την απαξίωση της πολιτικής. Η κουβέντα επιστρέφει στις 10 Ιουνίου του 1944, τότε που ο χρόνος σταμάτησε για το Δίστομο και συνέβη αυτό που, 67 χρόνια μετά, βρίσκεται ακόμη στην επικαιρότητα, αυτό που κάνει έναν 40χρονο γιο επιζώσης – λόγω καλής κρυψώνας – εκείνο το απόγευμα του 1944 να παραδέχεται ότι «κάθε μέρα σκέφτομαι ότι έχω γεννηθεί κατά τύχη. Πως αν η κρυψώνα της μάνας μου δεν ήταν τόσο καλή, απλώς δεν θα υπήρχα». Σοβαρές σκέψεις λίγο προτού κοιμηθείς.
Δεν είναι ο μόνος που αναρωτιέται. Στις 10 Ιουνίου του 1944, έπειτα από άτακτες επιθέσεις ελλήνων ανταρτών, οι Γερμανοί, κοντά στο τέλος του πολέμου, κουρασμένοι, κοντά στην ήττα και σύμφωνα με διηγήσεις της εποχής στο χωριό, «με ροπή στο ποτό», αντιδρούν οργανωμένα. Από το μεσημέρι μαζεύονται στην πλατεία του Διστόμου, συγκεντρώνουν τα οχήματα και όλη τη δύναμή τους και ξεκινούν μηχανικά να σφάζουν όποιον βρουν μπροστά τους. Συνεχίζουν με λύσσα που ακόμη και σήμερα κάνει κάθε λογικό νου να αναρωτιέται και σταματούν λίγο προτού πέσει ο ήλιος. Φεύγουν στο σούρουπο, οργανωμένοι και – απορίας άξιον σε ποια ψυχολογική κατάσταση – γιατί φοβούνται ότι αν έρθει το βράδυ θα είναι ευάλωτοι στους αντάρτες. Αφήνουν πίσω τους 218 άμαχους νεκρούς. Σαράντα επτά εξ αυτών παιδιά από λίγων μηνών μέχρι 12 χρόνων, 101 γυναίκες και 70 άνδρες. Υπάρχει και ένας απροσδιόριστος αριθμός αγέννητων εμβρύων που ξεριζώθηκαν από την κοιλιά της μητέρας τους, υπάρχουν και διηγήσεις για βιασμένους, ακρωτηριασμένους, κρεμασμένους στα δέντρα ανθρώπους, υπάρχει πάντα και η απορία: Γιατί; Η απορία φέρνει οργή, η οργή αντίδραση και αυτή έχει δημιουργήσει εδώ και δεκαετίες την περίφημη ιστορία διεκδίκησης των πολεμικών αποζημιώσεων. Ξεκίνησε το 1946 όταν υπογράφηκε η σύμβαση για τις πολεμικές αποζημιώσεις στο Παρίσι και επιδίκασε 7,1 δισεκατομμύρια δολάρια στην Ελλάδα, συνεχίστηκε με την αναβολή της αποπληρωμής στο Λονδίνο το 1953, σύρθηκε επί χρόνια λόγω αδράνειας, πολιτικών σκοπιμοτήτων και αναποφασιστικότητας, ίσως και λόγω φόβου από τις ελληνικές κυβερνήσεις, και καταλήγει στην εποχή μας. Στην ανακοίνωση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στις 13 Ιανουαρίου ότι η Ελλάδα προσφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Γερμανίας για να διεκδικήσει χρήματα. Η κίνηση έδωσε αφορμή για επικοινωνιακούς πανηγυρισμούς, ειδικά τώρα, στις επίκαιρες οικονομικές σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας, ξεσήκωσε αντιδράσεις, μεταξύ άλλων από τον ομότιτλο καθηγητή Πολιτικής Δικονομίας Κώστα Μπέη που χαρακτήρισε την κίνηση «πυροτέχνημα χωρίς νομική ισχύ» και δεν έκανε τους κατοίκους του Διστόμου να πετάξουν από τη χαρά τους. Εχουν, άλλωστε, πικρή πείρα από το θέμα.
Δεν είναι οι μόνοι που κατατρέχονται από το παρελθόν τους. Στο χωριό, ανάμεσα στις μνήμες, κυκλοφορεί και ένας 48χρονος δάσκαλος από το Αμβούργο. Τον λένε Γιόχαν Ολντροπ, έμαθε αρχαία ελληνικά στο σχολείο, ασχολήθηκε με τη μοντέρνα Ελλάδα και κάποια στιγμή, μέσα στο 2006, έτυχε να δει στη γερμανική τηλεόραση την ταινία του Ελβετού Στέφαν Χάουπτ «Ενα τραγούδι για τον Αργύρη», τη διήγηση μιας πραγματικής ιστορίας, αυτής του Αργύρη Σφουντούρη, ο οποίος έχασε τους γονείς του και άλλους 30 συγγενείς του στο χωριό. Περιπλανήθηκε ανήλικος σε ορφανοτροφεία και έφυγε έπειτα από χρόνια με μια αποστολή του Ερυθρού Σταυρού στην Ελβετία. Αργότερα έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, στα μαθηματικά και στην αστροφυσική, και σήμερα επιστρέφει όλο και πιο συχνά στην Ελλάδα, στο χωριό όπου όλα ξεκίνησαν και όλα τελείωσαν. Ο δάσκαλος από το Αμβούργο είδε την ταινία και άρχισε να αναρωτιέται. Παρατήρησε ότι «οι Γερμανοί, όχι μόνο οι στρατιώτες αλλά κάποιοι άλλοι, όπως ένας από τους παππούδες μου, που δούλευαν σε ένα ήπιο στρατόπεδο υποχρεωτικής εργασίας δεν μιλούν για το θέμα. Ρώτησα, ενόχλησα, ωστόσο ούτε συγγενής ούτε κάποιος άλλος ήθελε να μιλήσει. Είναι κάτι για το οποίο ντρέπομαι. Και το άλλο, ότι η γερμανική κυβέρνηση – οποιαδήποτε μεταπολεμική κυβέρνηση – δεν έκανε κάτι ώστε να μας βοηθήσει να συμβιβαστούμε με το παρελθόν μας».
Η φράση «οι λύκοι σιωπούσαν γιατί οι άνθρωποι ούρλιαζαν» μάλλον περιγράφει λυρικά εκείνη την ημέρα και γι’ αυτό ο Γιόχαν την έχει χρησιμοποιήσει (σε άπταιστα ελληνικά) στην εργασία που έχει ετοιμάσει για το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων στο οποίο φοιτά. Στην έκθεσή του έχει παρακολουθήσει την ιστορία ματαιώσεων των πολεμικών αποζημιώσεων, έχει καταγράψει τους νεκρούς και καταλήγει και αυτός να αναρωτιέται. Οχι μόνο το γιατί, αλλά και το τι μπορεί να γίνει για να νιώσει λίγο καλύτερα: «Νομίζω ότι είναι προσβλητικό να μιλάμε για λεφτά, για ένα ποσό για κάθε κεφάλι. Δεν μπορείς να πληρώσεις με τίποτε για αυτό που έκανες, αλλά κάτι πρέπει να γίνει. Κάπως πρέπει να φανεί ότι η γερμανική κυβέρνηση αναγνωρίζει το παρελθόν της. Διαφορετικά, τα φαντάσματα θα συνεχίσουν να σέρνονται. Οπως και οι άνθρωποι, έτσι και τα κράτη έχουν ευθύνη. Με εκνευρίζει η αλαζονεία που βλέπω γύρω μου – σε κάθε κοινωνία αλλά και στη Γερμανία – αυτό το DNA των λαών. Δεν μπορώ να διαβάζω στο περιοδικό «Stern» ότι «πήρατε αρκετά λεφτά από την Ευρωπαϊκή Ενωση τόσα χρόνια και τα φάγατε, μη ζητάτε και άλλα». Τι θα μπορούσε να γίνει όμως; «Απάντηση δεν έχω. Και μάλλον δεν έχει να κάνει με τα λεφτά. Θα μπορούσε να είναι μια έμπρακτη κίνηση μεταμέλειας. Οπως το να ανεγερθεί από τη Γερμανία ένα κτίσμα, ένα ίδρυμα, οτιδήποτε που να θυμίζει τη σκοτεινή και δολοφονική πλευρά των ανθρώπων. Θα ήταν κάπως σαν αντίθεση στη θετική πλευρά των ανθρώπων την οποία αντιπροσωπεύουν οι Δελφοί εκεί κοντά…». Δεν είναι ο μόνος Γερμανός που βρίσκεται στο πλευρό των Ελλήνων. Την προσφυγή στη Χάγη υποστήριξε πρόσφατα η AK Distomo (Arbeitskreis Distomo), μια ομάδα εργασίας για το Δίστομο η οποία εδρεύει στο Αμβούργο και αποτελείται από γερμανούς δικηγόρους.
Οι συζητήσεις στο χωριό, πάντως, δεν είναι τόσο θριαμβευτικές όσο θα περίμενε κάποιος ανίδεος παρατηρητής. Από τη στιγμή όμως που η ελληνική κυβέρνηση θα παραστεί στο Δικαστήριο της Χάγης, για ποιον λόγο δεν υπάρχει ενδιαφέρον για την υπόθεση; Εξαιτίας του παρελθόντος είναι η απάντηση. Αυτού που ξεκίνησε λίγα χρόνια μετά τη σφαγή, έφτασε σε μια κρίσιμη καμπή το 1965, όταν η Γερμανία έδωσε ένα μέρος του ποσού, περίπου 115 εκατομμύρια μάρκα, στις λεγόμενες «ομαδικές συμφωνίες» και όποτε επιχειρήθηκε να ανακινηθεί ανακόπηκε. Ο αγώνας είχε ξεκινήσει το 1995 από τον Γιάννη Σταμούλη, δικηγόρο και πολιτικό. Είχε προηγηθεί απόφαση του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς κατά της Γερμανίας και απόρριψη της προσφυγής του γερμανικού κράτους στον Αρειο Πάγο. Το 2003 οι κάτοικοι του Διστόμου προσέφυγαν στην ιταλική Δικαιοσύνη που δέχθηκε την ετεροδικία, το δικαστήριο της Ιταλίας τούς δικαίωσε και έπειτα από εφέσεις και αναβολές, η υπόθεση έφτασε λίγο πριν από την οριστική απόφαση. Τον Ιούνιο η κυβέρνηση θα παρέμβει στην πλευρά της Ιταλίας, στην κόντρα με τη Γερμανία.
«Δηλαδή τίποτε, μας κοροϊδεύουν. Αν ήθελαν να κάνουν κάτι, θα είχε γίνει», λέει ο Θέμης Παπαϊωάννου, 35χρονος μόνιμος κάτοικος Διστόμου και διαχειριστής του distomo.blogspot.com. «Πιστεύω ότι όλος αυτός ο ντόρος που έγινε για το θέμα είναι ένας εμπαιγμός και μια καθαρά υποκριτική συμπεριφορά των κυβερνήσεων. Πρώτον, επειδή είναι μια διένεξη που αφορά δύο άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τη Γερμανία και την Ιταλία, οπότε η Ελλάδα θα παραστεί ως παρατηρητής και χωρίς επιπτώσεις στις σχέσεις της με τη Γερμανία, και, δεύτερον, επειδή οι αποζημιώσεις θα είχαν δοθεί στους Διστομίτες, αν υπέγραφαν οι εκάστοτε υπουργοί Δικαιοσύνης. Γιατί δεν το κάνουν τώρα; Αφού έχουμε ήδη πέντε δικαστήρια υπέρ μας. Και επίσης, κάτι άλλο που θέλουν οι περισσότεροι, κυρίως οι νέοι, όσοι κατοικούν εδώ, είναι η ηθική δικαίωση του Διστόμου. Δεν μας αρέσει η ιδέα να κερδίσουμε τα χρήματα και να μοιραστούν στους κατοίκους ανάλογα με τον αριθμό των νεκρών τους. Θα θέλαμε να επενδύσει το γερμανικό κράτος, να γινόταν στον τόπο μας κάτι, μια και είναι βιομηχανική η περιοχή και πληροί όλες τις προδιαγραφές, έτσι ώστε να βρουν εργασία οι νέοι άνθρωποι που φεύγουν συνεχώς και ο τόπος ρημάζει».
Την άνοιξη του 1950, σε μια άλλου είδους ρημαγμένη εποχή, ενώ το σχολείο του χωριού, που προσπαθούσε να μάθει να ζει με τα «γιατί» και τον πόνο, έκανε το μεγάλο πρωινό του διάλειμμα, ο μικρός Τάκης Σφουντούρης είδε ένα πούλμαν να παρκάρει έξω από χωριό. Μια παρέα γερμανών τουριστών μπήκαν και «μου έκανε εντύπωση ότι έδειχναν τις γωνίες των δρόμων, τα σημεία που τότε ήταν κόκκινα από το αίμα, και συζητούσαν μεταξύ τους. Δεν έχω αποδείξεις ασφαλώς, αλλά είμαι σίγουρος ότι ήταν κάποιοι από τους στρατιώτες που επέστρεψαν στο μέρος». Δεν υπήρχε και καιρός να ψάξει κανείς για αποδείξεις. Ο κύριος Τάκης Σφουντούρης, κοντά στα 70 του, είναι επιχειρηματίας, δεν έφυγε ποτέ από το Δίστομο, όταν τον έβαλαν στα δέκα του σε ένα καμιόνι του Ερυθρού Σταυρού με προορισμό την Αθήνα, πήδηξε από την καρότσα, αλλά αν τον ρωτήσεις λεπτομέρειες για ένα απόγευμα, 67 χρόνια πριν, γίνεται και πάλι μικρός. Θυμάται ότι: «Είχαμε πάει στο σπίτι μιας θείας μου, γιατί θα παντρευόταν και έφτιαχναν τηγανίτες. Κάποια στιγμή, γυρίζοντας σπίτι, η γιαγιά μου επέλεξε έναν διαφορετικό δρόμο. Είδαμε ένα παιδί ανάπηρο από πολιομυελίτιδα να εκτελείται και κρυφτήκαμε σε ένα κοντινό σπίτι που είχε ένα μικρό κελάρι για τα τυριά. Κοιμήθηκα μέσα στα βαρέλια της φέτας και όταν ξύπνησα και πήγα σπίτι μου το βράδυ, είδα τη μητέρα, τον πατέρα και το δίχρονο αδελφάκι μου νεκρούς». Οι αποζημιώσεις δεν τον απασχολούν τόσο. «Το ’65 είχα πάρει 15.000 δραχμές από τη Γερμανία. Τα έδωσα στην αδελφή μου που ήταν νιόπαντρη. Δεν ξέρω τι θα γίνει με τις αποζημιώσεις, είμαι απαισιόδοξος και με ενοχλεί η σκέψη ότι ακόμη και σήμερα κάθε νεκρός μου κοστίζει κάποια χρήματα. Αλλά κάτι πρέπει να γίνει, κάτι πρέπει να ακουστεί, πρέπει να υπάρξει μεταμέλεια».
Μια φωτογραφία με τέσσερις κοπέλες στον δρόμο του χωριού να κραδαίνουν όπλα δεν είναι συνηθισμένη λήψη για το 1945. Για την τότε έφηβη Παγούλα Σκούτα, μέλος της ένοπλης παρέας, φαινόταν φυσιολογικό. «Μετά την απελευθέρωση ποζάραμε με κάτι συχωριανές σε έναν φωτογράφο του χωριού. Δεν ήταν δικά μας τα όπλα, απλώς παριστάναμε τι θα κάναμε αν έρχονταν ξανά οι Γερμανοί. Ξορκίζαμε τα φαντάσματα βασικά». Τα φαντάσματα της είναι παρόμοια: Η διήγηση, σχεδόν μηχανική, περιέχει λεπτομέρειες της σφαγής, σκυλιά που κουβαλάνε τα νεκρά αφεντικά τους, κοράκια πάνω από το χωριό, ο νεκρός πατέρας και το αδελφάκι της και η διάσωση μέσα σε ένα υπόγειο με κρασί που μπλέχτηκε με το αίμα. «Τα λεφτά είναι γλυκά. Δεν θα μας τα δώσουν, το ξέρω, φταίμε και οι Ελληνες που δεν τα ζητούσαμε όταν έπρεπε. Κάτι πρέπει να γίνει. Γιατί εγώ, όταν κάνω λάθος, ζητάω συγγνώμη. Αυτοί;».
Εν έτει 2011 είναι περίεργο να βλέπεις τέτοιο πάθος, τέτοια λεπτομέρεια και τέτοια εμμονή με το 1944. Στο πιο ψηλό μέρος του χωριού, στο μνημείο και μαυσωλείο, εκεί όπου γίνεται η ετήσια τελετή την οποία αρκετοί επιζώντες παρακολουθούν στον ήλιο και οι πολιτικοί στη σκιά, εξηγείται και στους πλέον ανίδεους ο λόγος των αναμνήσεων με απαρίθμηση θυμάτων, με ανατριχιαστικές αναφορές σε νεκρά παιδιά ηλικίας δύο μηνών. Δίπλα στο μνημείο, μια μπάρα κλείνει την είσοδο στα αυτοκίνητα. Η θέα είναι πανοραμική, η ησυχία βολική, έχει την ιδανική διακριτικότητα που χαρακτηρίζει τους περισσότερους χώρους όπου καταφεύγουν οι ανέστιοι αλλά εποχούμενοι εραστές. Η μπάρα έχει μπει για αυτόν τον λόγο, για να μην ανεβαίνουν εκεί τα αυτοκίνητα. «Κακώς», λέει ο Δημήτρης Σφουντούρης, 40χρονος απόγονος επιζώντων, που πήρε το όνομα νεκρού προγόνου του: «Είναι ποιητικό. Εκεί που βασιλεύει ο θάνατος, υπάρχει και η πλήρης αντίθεση, ο ορισμός της ζωής». Με μια τέτοια στάση ζωής, ίσως εξηγείται πώς επιβίωσε της σφαγής, των αναμνήσεων, των Ερινυών και του μόνιμου πένθους το Δίστομο.
Δείτε ΕΔΩ το προηγούμενο άρθρο του χειμώνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου