Μιχάλης Χρυσοχοίδης: «Η διετής κυβέρνηση η δική μας οδήγησε σε αδιέξοδα.
Οικονομικά, εθνικά, κοινωνικά. Οδήγησε σε φτώχεια και αποσύνθεση, εθνική
ταπείνωση και εθνική αναξιοπρέπεια και τέλος οδήγησε σε εθνική
αποδιοργάνωση»
Γιασπασάν ρε Μιχάλαρε, ασίκη, μάγκα και καραμπουζουκλή, σε
ασπάζομαι χιαστί.
Κάργα σε γουστάρω ανεξίτηλε, καθότι πολύ μετράς ως άντρας και ως πολιτικός και ο λόγος σου βαρίδι που έτσι και πέσει χάμω, ανοίγει κρατήρα χιλιομετρικής διαμέτρου!
Όχι σαν μερικοί-μερικοί που τρώνε το μούσμουλο και καταπίνουνε και το κουκούτσι!
Πιτσούλας και βάλε είσαι ρε Μιχαλιό, που πήρες φόρα και σήκωσες την αναστηματατάρα σου την δίμετρη κι έβαλες μπρος τις στηθούκλες σου τις πελαγίσιες για να στείλεις να ράβει νταντέλα τον Γιωργάκη τον μαμάκια, τον άχρηστο, που και μονάχο να τον βάλεις να τρέξει σε αγώνα δρόμου, δεύτερος θα έρθει ο ξεφτίλας!
Εσυ τα ‘λεγες, βέβαια, ότι δεν κάνει το μαμούχαλο, αλλά που ν’ ακούσουν τα σκυφτάρια της κυβέρνησης που τους είχε το αμερικανάκι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε. Πάμε ρε, να φύγουμε, τους έλεγες κι εκείνοι αμολάγανε αετό.
Κάργα σε γουστάρω ανεξίτηλε, καθότι πολύ μετράς ως άντρας και ως πολιτικός και ο λόγος σου βαρίδι που έτσι και πέσει χάμω, ανοίγει κρατήρα χιλιομετρικής διαμέτρου!
Όχι σαν μερικοί-μερικοί που τρώνε το μούσμουλο και καταπίνουνε και το κουκούτσι!
Πιτσούλας και βάλε είσαι ρε Μιχαλιό, που πήρες φόρα και σήκωσες την αναστηματατάρα σου την δίμετρη κι έβαλες μπρος τις στηθούκλες σου τις πελαγίσιες για να στείλεις να ράβει νταντέλα τον Γιωργάκη τον μαμάκια, τον άχρηστο, που και μονάχο να τον βάλεις να τρέξει σε αγώνα δρόμου, δεύτερος θα έρθει ο ξεφτίλας!
Εσυ τα ‘λεγες, βέβαια, ότι δεν κάνει το μαμούχαλο, αλλά που ν’ ακούσουν τα σκυφτάρια της κυβέρνησης που τους είχε το αμερικανάκι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε. Πάμε ρε, να φύγουμε, τους έλεγες κι εκείνοι αμολάγανε αετό.
Κι εσύ ήσουνα πάλι εκείνος, όταν τα λέσια της κοινοβουλευτικής
ομάδας χειροκροτούσαν όρθιοι τις παπαριές και τις κοτσάνες που αμόλαγε ο
μυαλοκλαταρισμένος από βήματος Βουλής, που τους έλεγες, τι χειροκροτάτε ρε
ξόανα, δε βλέπετε που το ζαβό μας δουλεύει φόρα παρτίδα και πάει να μας ρίξει
στον τενεκέ με τη σαλαμούρα; Δε βλέπετε εμένα που τον μουντζώνω με χέρια και με
πόδια; Εσύ τα ‘λεγες, αλλά ποιος να σ΄ακούσει ο έτσι, ο αλλιώτικος κι ο
πασαλιμανιώτικος; Ο ζήτουλας κι ο ορντινάντζας;