Οι σκέψεις οι παλιές τώρα που απαλλάχτηκα απ' το παρελθόν, με τις σωρίες λαθών που το χαρακτήριζαν, με κερνούσαν τώρα δύναμη και ζωντάνια. Τόσο που ήθελα να ξαναπέσω μέσα σ' αυτά τα λάθη και, εμπειρότερος ων, να τα ξαναζήσω απομυζώντας τα καλά και τα γλυκά τους.
Και όταν μιλώ για λάθη, εννοώ αυτά που έκανα κατά του εαυτού μου. Εμένα έβλαπτα δηλαδή, με τις ανασφάλειες και τις αδυναμίες μου. Τώρα άλλαξα όμως και τραβάω μπροστά. Ώρα για άλλα σφάλματα που να εμπεριέχουν ρίσκο και σοφία.
Στο δρόμο με σταμάτησε ένα πρεζόνι. Μύριζε άσχημα. Πίσω απ' αυτόν κάποιοι άλλοι που έμοιαζαν να τον δασκαλεύουν τι θα πει. Ζήτησε να του δώσω κανένα ψιλό. Του χαμογέλασα και του έδωσα, και μάλιστα όχι μόνο ψιλό, αλλά κάτι πολυτιμότερο σε τίμημα, ένα ζεστό χαμόγελο.
Πιο κάτω ένας γενειοφόρος άστεγος κοιτούσε με απάθεια το υπερπέραν καθισμένος πάνω στο χαρτόκουτο που είχε για σπίτι του. Έδωσα και σ' αυτόν. Έδειξε να μην πιστεύει και εξεπλάγη.
Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω πλανόδιους και να δώσω και σ' αυτούς τα ψιλά μου, αλλά και ένα ακόμη βαθύτατο και ζεστό χαμόγελό μου. Είχα τύψεις που μέσα σ' αυτό το τσουχτερό κρύο εγώ είχα τις ανέσεις μου και μια γωνιά να πλαγιάσω, ενώ αυτοί περιπλανιούνται στους δρόμους. Μιά τρύπα στο νερό έκανα βέβαια με το να τους χαμογελώ και να τους δίνω πεντάευρα. Πιο πολύ σπαζόμουνα με την απάθεια των περαστικών, αλλά και πάλι τι να έκαναν κι αυτοί; Έτσι μας κατάντησε η εποχή μας. Υπάρχουν και πάρα πολύ καλύτερα από μας. Όπως τα λαμόγια οι πολιτικοί και τα βρωμοτζάκια τους που κυβερνούν την τσέπη μας. Τα έκανα όλα πέρα όμως, όλες αυτές τις άθλιες και εμετικές σκέψεις.
Ήθελα να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο και να βρω μαζί τους μιας στιγμούλας αγάπη. Γιατί μόνο μ' αυτούς του δρόμου την βρίσκεις αυτήν την σπάνια σύμπνοια.
Είχαν μαζευτεί δίπλα μου και όλα τα αδέσποτα με εκείνο το παραπονεμένο βλέμμα που σε σκοτώνει. Πως μπορούνε και σου κουνάνε την ουρά από την στιγμή που έχουν κακοποιηθεί απ' τους ανθρώπους; Εδώ να δεις μεγαλοσύνη της φύσης.
Τα διώχνεις απ' το σπίτι σου επειδή τα βαριέσαι, τα κλωτσάει ο κάθε μαλάκας θρασύδειλος, τα θεωρείς υπαίτια όλα όταν κάποιο λυσσάει και δαγκώνει και τα μπουγελώνεις στην καλύτερη. Μετά έρχεται η πολιτεία και με πρόσχημα την καθαριότητα και την εικόνα της πόλης, τα δηλητηριάζει και φέρνει τον μπόγια. Η καθαριότητα τους μάρανε τους εκάστοτε κυβερνώντες, όταν η εικόνα των πόλεων είναι άθλια και τα σκουπίδια στοίβες στους κάδους.
Για να μην πω για τους δρόμους που είναι σκαμμένοι απ' άκρη σ' άκρη.
Παρατηρούσα ένα νεαρό πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι που έψαχνε δίοδο να περάσει απ' τα στενά πεζοδρόμια μισοκλεισμένα απ' τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Βάστα, λέω στον εαυτό μου. Μην οργίζεσαι. Έβλεπα και την αντίφαση στις απέναντι κολώνες και ήθελα να ουρλιάξω ή να τρέχω σαν τρελός στους δρόμους βγάζοντας κραυγές. Η αντίφαση ήταν οι φάτσες των πολιτικών στις αφίσες να χαμογελούν προσποιητά για μια πιο όμορφη πόλη. Γραβατωμένοι με δόντια πεντακάθαρα απ' την λεύκανση και απ' τη μασέλα, να ποζάρουν με μια χωριάτικη υπερηφάνεια αβασάνιστη, κι απ΄την άλλη το παιδί να πολεμάει απεγνωσμένα να βρει δίοδο να διασχίσει τον δρόμο που στο κάτω - κάτω ανήκει σε όλους γαμώ το κερατό μου γαμώ.
Έψαξα και βρήκα ένα μπαρ να πιω κανά ποτάκι, έτσι να δώσω και τ' άλλα τα ψιλά μου.
Ήμουνα υγιής. Αντί να έχω το νού μου στην πρώην μου που χτες έκανα έρωτα μαζί της, τον είχα στα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Έτσι με ήθελα.
Και όταν μιλώ για λάθη, εννοώ αυτά που έκανα κατά του εαυτού μου. Εμένα έβλαπτα δηλαδή, με τις ανασφάλειες και τις αδυναμίες μου. Τώρα άλλαξα όμως και τραβάω μπροστά. Ώρα για άλλα σφάλματα που να εμπεριέχουν ρίσκο και σοφία.
Στο δρόμο με σταμάτησε ένα πρεζόνι. Μύριζε άσχημα. Πίσω απ' αυτόν κάποιοι άλλοι που έμοιαζαν να τον δασκαλεύουν τι θα πει. Ζήτησε να του δώσω κανένα ψιλό. Του χαμογέλασα και του έδωσα, και μάλιστα όχι μόνο ψιλό, αλλά κάτι πολυτιμότερο σε τίμημα, ένα ζεστό χαμόγελο.
Πιο κάτω ένας γενειοφόρος άστεγος κοιτούσε με απάθεια το υπερπέραν καθισμένος πάνω στο χαρτόκουτο που είχε για σπίτι του. Έδωσα και σ' αυτόν. Έδειξε να μην πιστεύει και εξεπλάγη.
Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω πλανόδιους και να δώσω και σ' αυτούς τα ψιλά μου, αλλά και ένα ακόμη βαθύτατο και ζεστό χαμόγελό μου. Είχα τύψεις που μέσα σ' αυτό το τσουχτερό κρύο εγώ είχα τις ανέσεις μου και μια γωνιά να πλαγιάσω, ενώ αυτοί περιπλανιούνται στους δρόμους. Μιά τρύπα στο νερό έκανα βέβαια με το να τους χαμογελώ και να τους δίνω πεντάευρα. Πιο πολύ σπαζόμουνα με την απάθεια των περαστικών, αλλά και πάλι τι να έκαναν κι αυτοί; Έτσι μας κατάντησε η εποχή μας. Υπάρχουν και πάρα πολύ καλύτερα από μας. Όπως τα λαμόγια οι πολιτικοί και τα βρωμοτζάκια τους που κυβερνούν την τσέπη μας. Τα έκανα όλα πέρα όμως, όλες αυτές τις άθλιες και εμετικές σκέψεις.
Ήθελα να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο και να βρω μαζί τους μιας στιγμούλας αγάπη. Γιατί μόνο μ' αυτούς του δρόμου την βρίσκεις αυτήν την σπάνια σύμπνοια.
Είχαν μαζευτεί δίπλα μου και όλα τα αδέσποτα με εκείνο το παραπονεμένο βλέμμα που σε σκοτώνει. Πως μπορούνε και σου κουνάνε την ουρά από την στιγμή που έχουν κακοποιηθεί απ' τους ανθρώπους; Εδώ να δεις μεγαλοσύνη της φύσης.
Τα διώχνεις απ' το σπίτι σου επειδή τα βαριέσαι, τα κλωτσάει ο κάθε μαλάκας θρασύδειλος, τα θεωρείς υπαίτια όλα όταν κάποιο λυσσάει και δαγκώνει και τα μπουγελώνεις στην καλύτερη. Μετά έρχεται η πολιτεία και με πρόσχημα την καθαριότητα και την εικόνα της πόλης, τα δηλητηριάζει και φέρνει τον μπόγια. Η καθαριότητα τους μάρανε τους εκάστοτε κυβερνώντες, όταν η εικόνα των πόλεων είναι άθλια και τα σκουπίδια στοίβες στους κάδους.
Για να μην πω για τους δρόμους που είναι σκαμμένοι απ' άκρη σ' άκρη.
Παρατηρούσα ένα νεαρό πάνω σε αναπηρικό καροτσάκι που έψαχνε δίοδο να περάσει απ' τα στενά πεζοδρόμια μισοκλεισμένα απ' τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Βάστα, λέω στον εαυτό μου. Μην οργίζεσαι. Έβλεπα και την αντίφαση στις απέναντι κολώνες και ήθελα να ουρλιάξω ή να τρέχω σαν τρελός στους δρόμους βγάζοντας κραυγές. Η αντίφαση ήταν οι φάτσες των πολιτικών στις αφίσες να χαμογελούν προσποιητά για μια πιο όμορφη πόλη. Γραβατωμένοι με δόντια πεντακάθαρα απ' την λεύκανση και απ' τη μασέλα, να ποζάρουν με μια χωριάτικη υπερηφάνεια αβασάνιστη, κι απ΄την άλλη το παιδί να πολεμάει απεγνωσμένα να βρει δίοδο να διασχίσει τον δρόμο που στο κάτω - κάτω ανήκει σε όλους γαμώ το κερατό μου γαμώ.
Έψαξα και βρήκα ένα μπαρ να πιω κανά ποτάκι, έτσι να δώσω και τ' άλλα τα ψιλά μου.
Ήμουνα υγιής. Αντί να έχω το νού μου στην πρώην μου που χτες έκανα έρωτα μαζί της, τον είχα στα κακώς κείμενα της κοινωνίας. Έτσι με ήθελα.
Λέλεγας ο Διστομίτης
Το σκίτσο είναι του συμπατριώτη μας Θοδωρή Ζάκκα
2 σχόλια:
Γειά σου λέλεγα .Καλό.Ποιό είναι το μπαράκι; έχω ανάγκη και εγώ ένα τέτοιο ποτάκι.
:) Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν ένα μπαράκι στην Πανόρμου...χαχα
Ήμουνα νιός και γέρασα. Τα πάντα είναι αυτοβιογραφικά,φίλε μου!!!
Δημοσίευση σχολίου