Αναδημοσίευση: Εφημερίδα των συντακτών
Του Θανάση Καστρίτη*
Διάλογος με έναν επιζώντα
Φωνές. Φωτιά. Αίμα. Η μέρα είναι 10 Ιουνίου 1944. Ο Αγγελος Καστρίτης μαζί με τον αδελφό του, Γιώργο, τράπηκαν σε φυγή προς το σπίτι της θείας τους, για να αποφύγουν τους πυροβολισμούς. Εξαιτίας της σφαγής του Διστόμου, 218 άνθρωποι πέθαναν από τα χέρια των Γερμανών, συμπεριλαμβανομένων των παππούδων και της μητέρας του Αγγελου. Μου αφηγείται τη σκηνή σε μία καφετέρια έξω από την Αράχοβα, υπό τη σκιά του Παρνασσού. Περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν 70 χρόνια πριν σαν να ήταν χθες, οι στωικές του εκφράσεις είναι κατάθεση ψυχής. Δεν υπάρχουν δάκρυα στα μάτια του και οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις μου είναι καθαρές. Μπροστά μου έχω έναν άνθρωπο που έχει ζήσει το μεγαλείο της απόγνωσης, αλλά με κάποιον τρόπο το έχει ξεπεράσει.
«Ημουν ο πρώτος που κατέβηκα να πάω να ψάξω για τη μητέρα μου. Ετρεξα στο σπίτι και βρήκα τη μητέρα μου σκοτωμένη – το αίμα είχε φτάσει από εδώ μέχρι πέρα. Της έδωσαν και χαριστική βολή, στο κεφάλι».
Ζητώντας να μου εξηγήσει τα συναισθήματά του και τη σκηνή, είπε μόνο μία λέξη: δράμα. «Δεν έπεσα για ύπνο εκείνο το βράδυ. Τέτοιες καταστάσεις, όταν έρχονται, σε κάνουν να μην μπορείς να κοιμηθείς πολλές μέρες. Είναι καθοριστικά πράγματα. Καθορίζουν τη ζωή σου και σκέφτεσαι πώς να επιβιώσεις».
Του ζήτησα να μου εξηγήσει πώς ένας άνθρωπος μπορεί να αντιμετωπίσει δραματικές καταστάσεις και απλώς απάντησε ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
«Οταν λένε ότι ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός, είναι, πράγματι. Μετά την μπόρα, έρχεται ο ήλιος. Για να επιβιώσει ένας άνθρωπος σε τέτοιες καταστάσεις δεν σκέφτεται το καλό και πώς θα το προτιμούσε. Εχει ζήσει την καταστροφή. Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να είσαι εργατικός και να έχεις καλούς φίλους. Η ζωή κυλάει».
Πράγματι ισχύει. Η πείνα δεν καταστέλλεται. Μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις τη ζωή σου. Η τραγωδία αυτή έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά, με αποτέλεσμα να στηρίζουν ο ένας τον άλλον μέσα σε ένα σύστημα αμοιβαίας κατανόησης, που κατά τη γνώμη του είναι ο κύριος λόγος που άντεξαν.
«Υπήρχε αλληλεγγύη και το χωριό έζησε κατ' αυτόν τον τρόπο. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Δεν υπήρχε φαγητό. Για παράδειγμα, φώναζε μια γειτόνισσα “μήπως έχεις κανένα καρβέλι ψωμί;”. Ο άλλος έδινε το μισό· και αυτή η πράξη ήταν πράγματι ανθρώπινη. Εσύ δεν το έβλεπες σαν να πάρω και να μη δώσω, και την άλλη μέρα ανταποκρινόσουν. Βέβαια, όμως, από την άλλη μεριά, ξέραμε ότι ο καθένας είχε πρόβλημα και μάθαμε να μη στενοχωρούμε τον άλλον με τις υποχρεώσεις μας».
Συγκρίνοντας τη σκληρή νοοτροπία που είχε απέναντι στη νέα γενιά, στο φως της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα, εξέφρασε την απογοήτευσή του για την έλλειψη μαχητικότητας.
«Ο νέος σήμερα, δυστυχώς, δεν έχει ζήσει τίποτα και η συμπεριφορά του είναι απογοητευτική. Εχει συνηθίσει να δείχνει και να λέει ότι φταίει ο άλλος. Οταν γκρινιάζεις, να έχεις στόχο. Η γκρίνια σου να έχει κάποιον ορίζοντα, για το αύριο, για τον εαυτό σου. Θα υπάρχει στιγμή στη ζωή που ο άλλος μπορεί να σε εκμεταλλευτεί, αλλά μετά εσύ τι κάνεις; Τον αφήνεις; Οι νέοι δεν είναι πολεμιστές. Εμείς είχαμε αυτό το εμπόδιο και μας έκανε πιο δυνατούς. Οι δυσκολίες γιατί υπάρχουν; Πρέπει να είναι πολεμιστές αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να μάθουν να στέκονται στα δυο πόδια τους, όπως εμείς κάναμε μετά τη σφαγή. Μόνοι μας το κάναμε. Βοήθεια δεν υπήρχε».
Και πώς το καταφέρνει κανείς αυτό; «Οργάνωση», λέει ο Αγγελος. «Οταν η κοινωνία είναι ανοργάνωτη, είναι ευάλωτη. Οταν είναι οργανωμένη, αντιστέκεται σε αυτόν που επιβάλλει την κυριαρχία».
Το να πολεμάς τις μνήμες σου είναι μια μάχη συνεχόμενη, αλλά τα αποθέματα της υπομονής και του θάρρους σε καθιστούν πιο δυνατό. Διότι στη ζωή τίποτα δεν είναι δεδομένο, θα πρέπει μια ζωή να κατακτάς ό,τι σου ανήκει και συγχρόνως να παραμένεις σωστός άνθρωπος απέναντι στην κοινωνία και να μην ξεχνάς το παρελθόν σου.
…………………………………………………………………………………………………………………….
* Φοιτητής στη Σχολή Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Βοστόνης
Του Θανάση Καστρίτη*
Διάλογος με έναν επιζώντα
Φωνές. Φωτιά. Αίμα. Η μέρα είναι 10 Ιουνίου 1944. Ο Αγγελος Καστρίτης μαζί με τον αδελφό του, Γιώργο, τράπηκαν σε φυγή προς το σπίτι της θείας τους, για να αποφύγουν τους πυροβολισμούς. Εξαιτίας της σφαγής του Διστόμου, 218 άνθρωποι πέθαναν από τα χέρια των Γερμανών, συμπεριλαμβανομένων των παππούδων και της μητέρας του Αγγελου. Μου αφηγείται τη σκηνή σε μία καφετέρια έξω από την Αράχοβα, υπό τη σκιά του Παρνασσού. Περιγράφει τα γεγονότα που συνέβησαν 70 χρόνια πριν σαν να ήταν χθες, οι στωικές του εκφράσεις είναι κατάθεση ψυχής. Δεν υπάρχουν δάκρυα στα μάτια του και οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις μου είναι καθαρές. Μπροστά μου έχω έναν άνθρωπο που έχει ζήσει το μεγαλείο της απόγνωσης, αλλά με κάποιον τρόπο το έχει ξεπεράσει.
«Ημουν ο πρώτος που κατέβηκα να πάω να ψάξω για τη μητέρα μου. Ετρεξα στο σπίτι και βρήκα τη μητέρα μου σκοτωμένη – το αίμα είχε φτάσει από εδώ μέχρι πέρα. Της έδωσαν και χαριστική βολή, στο κεφάλι».
Ζητώντας να μου εξηγήσει τα συναισθήματά του και τη σκηνή, είπε μόνο μία λέξη: δράμα. «Δεν έπεσα για ύπνο εκείνο το βράδυ. Τέτοιες καταστάσεις, όταν έρχονται, σε κάνουν να μην μπορείς να κοιμηθείς πολλές μέρες. Είναι καθοριστικά πράγματα. Καθορίζουν τη ζωή σου και σκέφτεσαι πώς να επιβιώσεις».
Του ζήτησα να μου εξηγήσει πώς ένας άνθρωπος μπορεί να αντιμετωπίσει δραματικές καταστάσεις και απλώς απάντησε ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.
«Οταν λένε ότι ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός, είναι, πράγματι. Μετά την μπόρα, έρχεται ο ήλιος. Για να επιβιώσει ένας άνθρωπος σε τέτοιες καταστάσεις δεν σκέφτεται το καλό και πώς θα το προτιμούσε. Εχει ζήσει την καταστροφή. Καταλαβαίνεις ότι πρέπει να είσαι εργατικός και να έχεις καλούς φίλους. Η ζωή κυλάει».
Πράγματι ισχύει. Η πείνα δεν καταστέλλεται. Μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είσαι υποχρεωμένος να συνεχίσεις τη ζωή σου. Η τραγωδία αυτή έφερε τους ανθρώπους πιο κοντά, με αποτέλεσμα να στηρίζουν ο ένας τον άλλον μέσα σε ένα σύστημα αμοιβαίας κατανόησης, που κατά τη γνώμη του είναι ο κύριος λόγος που άντεξαν.
«Υπήρχε αλληλεγγύη και το χωριό έζησε κατ' αυτόν τον τρόπο. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Δεν υπήρχε φαγητό. Για παράδειγμα, φώναζε μια γειτόνισσα “μήπως έχεις κανένα καρβέλι ψωμί;”. Ο άλλος έδινε το μισό· και αυτή η πράξη ήταν πράγματι ανθρώπινη. Εσύ δεν το έβλεπες σαν να πάρω και να μη δώσω, και την άλλη μέρα ανταποκρινόσουν. Βέβαια, όμως, από την άλλη μεριά, ξέραμε ότι ο καθένας είχε πρόβλημα και μάθαμε να μη στενοχωρούμε τον άλλον με τις υποχρεώσεις μας».
Συγκρίνοντας τη σκληρή νοοτροπία που είχε απέναντι στη νέα γενιά, στο φως της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα, εξέφρασε την απογοήτευσή του για την έλλειψη μαχητικότητας.
«Ο νέος σήμερα, δυστυχώς, δεν έχει ζήσει τίποτα και η συμπεριφορά του είναι απογοητευτική. Εχει συνηθίσει να δείχνει και να λέει ότι φταίει ο άλλος. Οταν γκρινιάζεις, να έχεις στόχο. Η γκρίνια σου να έχει κάποιον ορίζοντα, για το αύριο, για τον εαυτό σου. Θα υπάρχει στιγμή στη ζωή που ο άλλος μπορεί να σε εκμεταλλευτεί, αλλά μετά εσύ τι κάνεις; Τον αφήνεις; Οι νέοι δεν είναι πολεμιστές. Εμείς είχαμε αυτό το εμπόδιο και μας έκανε πιο δυνατούς. Οι δυσκολίες γιατί υπάρχουν; Πρέπει να είναι πολεμιστές αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση. Πρέπει να μάθουν να στέκονται στα δυο πόδια τους, όπως εμείς κάναμε μετά τη σφαγή. Μόνοι μας το κάναμε. Βοήθεια δεν υπήρχε».
Και πώς το καταφέρνει κανείς αυτό; «Οργάνωση», λέει ο Αγγελος. «Οταν η κοινωνία είναι ανοργάνωτη, είναι ευάλωτη. Οταν είναι οργανωμένη, αντιστέκεται σε αυτόν που επιβάλλει την κυριαρχία».
Το να πολεμάς τις μνήμες σου είναι μια μάχη συνεχόμενη, αλλά τα αποθέματα της υπομονής και του θάρρους σε καθιστούν πιο δυνατό. Διότι στη ζωή τίποτα δεν είναι δεδομένο, θα πρέπει μια ζωή να κατακτάς ό,τι σου ανήκει και συγχρόνως να παραμένεις σωστός άνθρωπος απέναντι στην κοινωνία και να μην ξεχνάς το παρελθόν σου.
…………………………………………………………………………………………………………………….
* Φοιτητής στη Σχολή Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου της Βοστόνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου