Της Κατερίνας Μπαλκούρα*
Πηγή/Αναδημοσίευση: Εφημερίδα των συντακτών
Σαν σήμερα, πριν από 70 χρόνια, συντελέστηκε η
πιο κτηνώδης εκτέλεση αντιποίνων εναντίον αμάχων και μία από τις
μεγαλύτερες ωμότητες του Β´ Παγκοσμίου. Οι φονιάδες των ναζιστικών SS
δεν τιμωρήθηκαν ποτέ, άλλοι γιατί πέθαναν στα πεδία των μαχών και άλλοι
με ευθύνη των μεταπολεμικών ελληνικών Αρχών.
«Εδώ, στο Δίστομο της Βοιωτίας ορφάνεψε η
ορφάνια. Γερμανοί, Γερμανοί στρατιώτες, δειλοί στρατιώτες των αμάχων,
είστε η χαρά της σφαίρας που δεν αστόχησε Γιώργος Παπαϊωάννου
Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη σφαγή στο Δίστομο. Ενα από τα πιο φρικτά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Οι Γερμανοί από τον Απρίλιο ήδη είχαν δείξει τις προθέσεις τους με την εκτέλεση 134 ομήρων στον Καρακόλιθο, μετά από ενέδρα του 11ου λόχου του ΕΛΑΣ. Από τον Μάιο, είχαν εγκατασταθεί στη Βοιωτία αναζητώντας αντάρτες.
Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου…
Και ήρθε το Σάββατο 10 Ιουνίου 1944. Ο 2ος Λόχος του 2ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων της 1ης Μεραρχίας των SS, με έδρα τη Λιβαδειά και επικεφαλής τον διοικητή Κουρτ Ρίκερτ και τον λοχαγό Κέπφνερ, πήρε εντολή επιδρομής στην περιοχή του Διστόμου. Στις 7.30 το πρωί οι αρχές κατοχής είχαν επιτάξει στη Λιβαδειά τα υπ’ αριθμόν 33257 και 24321 ιδιωτικά φορτηγά, επιβιβάζοντας σ’ αυτά 18 Γερμανούς με πολιτικά.
Στη διαδρομή συναντήθηκαν με γερμανική φάλαγγα 60 αυτοκινήτων και όλοι μαζί πήραν τον δρόμο για το Δίστομο, πυροβολώντας αδιάκριτα ό,τι έβρισκαν στον δρόμο. Μαζί τους είχαν 12 αιχμάλωτους αγρότες. Μόλις έφτασαν στο Δίστομο ζήτησαν πληροφορίες για ύπαρξη ανταρτών, δίνοντας ωστόσο ένα «προμήνυμα» για το τι θα ακολουθούσε και πήραν τον δρόμο για το Στείρι. Εξω από το Στείρι όμως βρισκόταν σε διάταξη γυμνασίων ο 11ος λόχος του ΙΙΙ/34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, με διοικητή τον υπολοχαγό Χριστόφορο Τσιγαρίδα (Γερακοβούνη).
Το παρατηρητήριο ειδοποίησε ότι από το Δίστομο βγήκαν γερμανικά αυτοκίνητα και ο Καραφωτιάς, ο καλύτερος σκοπευτής του λόχου, μαζί με 90 αντάρτες πήραν θέση. Οι Γερμανοί αποδεκατίστηκαν. Στις 5 το απόγευμα ο χρόνος για το Δίστομο σταμάτησε. Ο 2ος λόχος επέστρεψε για να εξαφανίσει το χωριό. Τα πυροβόλα άρχισαν από τον δρόμο, χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας. Η παρουσία των Διστομιτών στο χωριό θεωρήθηκε τεκμήριο ενοχής. Αμέσως εκτέλεσαν τους 12 αιχμαλώτους στο σχολείο και έστειλαν ένα μοτοσικλετιστή στη Λιβαδειά να πάρει νέες εντολές από τον Rickert. Ξεκίνησε τότε μια ανελέητη σφαγή.
Επίλεκτοι της 4ης Μεραρχίας των SS, γνωστής για την σκληρότητά της, προκάλεσαν ένα όργιο αίματος με σκηνές φρίκης που ξεπερνούσαν την κάθε φαντασία. Διακόσιες είκοσι οκτώ (228) ψυχές, από ηλικιωμένους μέχρι νεογέννητα. Αμέσως μετά επέστρεψαν στη Λιβαδειά όπου, ακολουθώντας το παράδειγμα του Κομμένου, επιδόθηκαν σε διασκεδάσεις και μεθύσια. Ο νομάρχης Βοιωτίας ζητούσε βοήθεια από το υπ. Εσωτερικών, περιγράφοντας τη φρίκη, ενώ η επιτροπή έστειλε αναφορά προς τον πρόεδρο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Στ. Λινέρ.
Ο τρόπος της σφαγής θεωρείται η πιο κτηνώδης εκτέλεση αντιποίνων εναντίον αμάχων και μία από τις μεγαλύτερες ωμότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Tην επόμενη μέρα ακολούθησε σφαγή στο γειτονικό χωριό Καλάμι, ενώ οι Γερμανοί επέστρεψαν στο Δίστομο δύο μέρες μετά, να επιβλέψουν το έργο τους, εκτελώντας άλλους 17 και λεηλατώντας ό,τι έμεινε. Βλέποντας τον μοναδικό επιζήσαντα Διστομίτη, τον 90χρονο Αναστάση Σταθά ή Τσατάλα, τον ρώτησαν πού είναι οι υπόλοιποι. «Μήπως αφήσατε και κανένα; Κάνατε το χωριό νεκροταφείο». Στις γερμανικές υπηρεσιακές αναφορές, οι ηλικιωμένοι και τα νεογέννητα που σφαγιάστηκαν «βαφτίστηκαν» συμμορίτες…
Το Ειδικό Συμβούλιο Εγκλημάτων Πολέμου, που απαρτιζόταν από τους Δημ. Κιουσόπουλο, Α. Τούση και Γ. Δημητρακόπουλο, με βούλευμα χαρακτήριζε υπεύθυνους για την απάνθρωπη σφαγή τούς: ταγματάρχη των SS και στρατιωτικό διοικητή Λεβαδείας Ρίκερτ, υπολοχαγό των SS φρούραρχο Λεβαδείας Ζάμπελ, λοχαγό των SS Κέπφνερ, ανθυπολοχαγό Πάαρ και τη διερμηνέα Γιοχάνα και ζητούσε από το Διεθνές Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου στο Λονδίνο τη σύλληψη και παραπομπή τους στην ελληνική Δικαιοσύνη. Η ανάκριση εκείνη τελείωσε στα τέλη του 1944, καταλήγοντας ότι κύριος υπεύθυνος της σφαγής στο Δίστομο ήταν ο επικεφαλής λοχαγός Λάουτενμπαχ, άνθρωπος με «εξαίρετο» στρατιωτικό παρελθόν στην επίλεκτη Leibstandarte SS Αντολφ Χίτλερ. Ο Λάουτενμπαχ στην απολογία του υποστήριξε ότι χτυπήθηκε από ομάδα ανταρτών του ΕΛΑΣ και γι’ αυτό διέταξε να χτυπηθεί το Δίστομο. Ο μόνος λόγος βέβαια που έγινε έρευνα ήταν ότι ένας πράκτορας της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας GFP, ο Γκέοργκ Κοχ, υπέβαλε αναφορά διαφορετική από του Λάουτενμπαχ.
Τι απέγιναν οι φονιάδες του Διστόμου
Το στρατοδικείο δεν κάλεσε Ελληνες μάρτυρες, ενώ χρησιμοποιήθηκε ως ελαφρυντικό το γεγονός ότι «η στρατιωτική αναγκαιότητα δικαιολογούσε πλήρως τη χρήση όπλων από μέρους του». Σύμφωνα με το πόρισμα, κίνητρό του ήταν το «αίσθημα ευθύνης» απέναντι στους άντρες του που προφανώς δεν είχαν την πειθαρχία των επίλεκτων μονάδων του στρατού. Ο διοικητής του Συντάγματος Τεθωρακισμένων Σίμερς ζήτησε, ως ανώτερος, πειθαρχικά μέτρα, αλλά το θέμα έκλεισε σιωπηρά.
Ο Σίμερς σκοτώθηκε από νάρκη στη Β. Ελλάδα κατά την υποχώρηση των Γερμανών, ενώ ο Λάουτενμπαχ απεστάλη στο ρωσικό μέτωπο και συγκεκριμένα στο μέτωπο της Ουγγαρίας, όπου σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης. Η έρευνα απέδειξε ότι οι ωμότητες μπορούσαν να δικαιολογηθούν από την Ανώτατη Διοίκηση. Ο Ρίκερτ που έδωσε τη διαταγή για τη σφαγή στο Δίστομο, απαλλάχθηκε λόγω παραγραφής.
Ο Ζάμπελ δραπέτευσε στη Γαλλία από τη Γερμανία όπου κρυβόταν. Εκεί συνελήφθη και εκδόθηκε στην Ελλάδα. Ο πρόξενος της Δ. Γερμανίας πίεζε την ελληνική Δικαιοσύνη να αποσυρθεί η δίωξη. Ισχυρίστηκε ότι ο Ζάμπελ ήταν απλώς μέλος της επιμελητείας των SS, τονίζοντας τη φυσική ομοιότητά του με τον Λάουτενμπαχ, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις.
Τον Αύγουστο του 1949 ομολόγησε τις γερμανικές θηριωδίες στο Δίστομο, αλλά υποστήριξε ότι εκτελούσε διαταγές ανωτέρων του. Την ίδια χρονική περίοδο, ο Μαρκεζίνης πήγε στη Βόννη να ζητήσει δάνειο. Μια κίνηση με πολλές και ποικίλες ερμηνείες. Οι εκλογές του 1952 έφεραν τον νόμο «Περί ειρηνεύσεως» -παράδοση δηλαδή των δικογραφιών στις δικαστικές υπηρεσίες των αρμόδιων χωρών. Οι περισσότεροι εγκληματίες πολέμου αποφυλακίστηκαν την περίοδο 1950-1952.
Ετσι, με εντολή Παπάγου, ο Ζάμπελ εκδόθηκε στη Δ. Γερμανία για άλλη υπόθεση, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα, για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες των πράξεών του. Εκεί, η πρώτη έρευνα τον απάλλαξε, ενώ η δεύτερη έβγαλε το πόρισμα ότι τα εγκλήματα είχαν παραγραφεί. Οι διαμαρτυρίες της Ενωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης έπεσαν στο κενό. Ο Ζάμπελ απολάμβανε την ελευθερία του. Κανένας δεν τιμωρήθηκε για τα εγκλήματά του. Εκείνες τις μέρες, ωστόσο, το ελληνικό κράτος έστηνε στον τοίχο τον Νίκο Μπελογιάννη και τους συντρόφους του…
…………………………………………………………………………………………………
* Ιστορικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου