Πηγή/Αναδημοσίευση: Ελευθεροτυπία
του ΘΑΝΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ, διδάκτορα Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Στο γοργό ξετύλιγμα της ζωής ο έσχατος κίνδυνος, ο κίνδυνος της ίδιας μας της ύπαρξης, μεταλλάσσει ριζικά τα μεγέθη και τις προϋποθέσεις της επιβίωσης καταπνίγοντας κάθε μορφή ελευθερίας και δημοκρατίας και ακινητοποιώντας σε τελική ανάλυση την ιστορία. Είναι γεγονός πως η σφαγή του Διστόμου στις 10 Ιουνίου 1944 εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες ο έσχατος κίνδυνος υπαγορεύει ουσιαστικά τη διαμόρφωση του ιστορικού γεγονότος, όπως αυτό βιώθηκε αποτρόπαια και τραγικά από τους πρωταγωνιστές του, που δεν ήταν άλλοι από τους Διστομίτες της γενιάς του '40.
Το μοιραίο εκείνο Σάββατο της 10ης Ιουνίου τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, φθάνοντας στην πανέμορφη αυτή πολίχνη της Βοιωτίας, ήταν αποφασισμένα να αιματοκυλίσουν τους ανθρώπους και να καταστρέψουν το βιος και τα υποστατικά τους, ευτελίζοντας κυριολεκτικά τις έννοιες της αυτοδιάθεσης, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας.
Η φωτογραφία που διέσωσε ο Παντελής Καρακίτσης και την έκανε γνωστή ο Σπύρος Μελετζής. Βρέθηκε στην τσέπη αιχμαλώτου Γερμανού από τον ΕΛΑΣ. Απεικονίζει τους Γερμανούς στο πυρπολημένο Δίστομο |
του ΘΑΝΑΣΗ ΧΡΗΣΤΟΥ, διδάκτορα Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
Στο γοργό ξετύλιγμα της ζωής ο έσχατος κίνδυνος, ο κίνδυνος της ίδιας μας της ύπαρξης, μεταλλάσσει ριζικά τα μεγέθη και τις προϋποθέσεις της επιβίωσης καταπνίγοντας κάθε μορφή ελευθερίας και δημοκρατίας και ακινητοποιώντας σε τελική ανάλυση την ιστορία. Είναι γεγονός πως η σφαγή του Διστόμου στις 10 Ιουνίου 1944 εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες ο έσχατος κίνδυνος υπαγορεύει ουσιαστικά τη διαμόρφωση του ιστορικού γεγονότος, όπως αυτό βιώθηκε αποτρόπαια και τραγικά από τους πρωταγωνιστές του, που δεν ήταν άλλοι από τους Διστομίτες της γενιάς του '40.
Το μοιραίο εκείνο Σάββατο της 10ης Ιουνίου τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, φθάνοντας στην πανέμορφη αυτή πολίχνη της Βοιωτίας, ήταν αποφασισμένα να αιματοκυλίσουν τους ανθρώπους και να καταστρέψουν το βιος και τα υποστατικά τους, ευτελίζοντας κυριολεκτικά τις έννοιες της αυτοδιάθεσης, της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας.
Η ένταση της βίας και του ξεσπάσματος των Γερμανών μπορεί να εξηγηθεί μόνο μέσα από την αρνητική φορά που είχαν πάρει στο πλαίσιο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου για τους ίδιους και τους συμμάχους τους οι διεθνείς στρατιωτικοδιπλωματικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα από το 1943 και μετά. Μέσα στο 1944 οι αναμετρήσεις στα πεδία των μαχών δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές για τους Γερμανούς και η αντίστροφη μέτρηση για τον τελειωμό του πολέμου είχε αρχίσει. Μάλιστα, στις 6 Ιουνίου 1944 σημειώθηκε η μεγάλης κλίμακας απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία και στις 10 Ιουνίου αντεπιτέθηκαν με δριμύτητα οι Σοβιετικοί στο Ανατολικό Μέτωπο. Την ίδια μέρα συντελέσθηκε στο Οραντούρ της Γαλλίας μία ανάλογης σοβαρότητας και έκτασης σφαγή με αυτή του Διστόμου.
Η προετοιμασία του σκηνικού
Τι συνέβη όμως το πρωινό εκείνο του Σαββάτου στο Δίστομο και πού οφειλόταν η ασυνήθιστη κίνηση στους δρόμους και στους ανθρώπους του; Την αμέσως επόμενη μέρα, την Κυριακή το πρωί, θα τελούνταν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου μνημόσυνο για τα τέσσερα αδικοχαμένα Διστομόπουλα, τον Οθωνα Π. Καραγιάννη, τον Στάθη Δ. Σίδερη, τον Γιάννη Ν. Γαμβρίλη και τον Δημήτρη Ι. Σφουντούρη. Τέσσερις νέους ανθρώπους, 20 με 25 χρόνων, οι οποίοι είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή από τις σφαίρες του κατακτητή στις 25 Απριλίου στην τοποθεσία Τσέρες, ενώ έβοσκαν αμέριμνα τα κοπάδια τους. Ετσι, η κίνηση που εμφάνιζε το χωριό εκείνο το Σάββατο ήταν ξεχωριστή.
Εκπληξη και ανησυχία προκάλεσε στους Διστομίτες η είσοδος στην πολίχνη τους στις 10.00 το πρωί μιας φάλαγγας 65 αυτοκινήτων του γερμανικού στρατού με περίπου χίλιους στρατιώτες.
Ας δούμε όμως στη συνάφεια αυτή από πού ξεκίνησε η γερμανική φάλαγγα, αφήνοντας για λίγο τους Διστομίτες στον αιφνιδιασμό της πρώτης τους έκπληξης. Γύρω στις 7.30 την αυγή του Σαββάτου οι Γερμανοί επίταξαν στη Λιβαδειά δύο ιδιωτικά φορτηγά αυτοκίνητα, το πρώτο με αριθμό κυκλοφορίας 24321 και οδηγό τον Σπύρο Πελεκάνο ή Κουρκουτά και το δεύτερο με αριθμό 33257 και οδηγό τον Λουκά Ζάχο. Στα δύο αυτά φορτηγά ανέβηκαν 18 Γερμανοί στρατιώτες των Ταγμάτων Εφόδου SS με επικεφαλής το βαθμοφόρο Τεό. Δεν φορούσαν την ομοιόμορφη στρατιωτική τους στολή και είχαν φροντίσει να βάλουν πολιτικά που είχαν αρπάξει την προηγουμένη από Ελληνες κρατούμενους. Εκρυψαν με σπουδή τον οπλισμό τους στις καρότσες των δύο φορτηγών και ξεκίνησαν αμέσως παίρνοντας το δρόμο Διστόμου-Αράχοβας. Δεν πέρασε μισή ώρα από την αναχώρηση των συγκεκριμένων αυτοκινήτων και ακολούθησαν ακόμη πέντε γερμανικά φορτηγά με ένστολους αυτή τη φορά στρατιώτες και προορισμό τον ίδιο, Δίστομο-Αράχοβα.
Στο λογισμό όλων όσοι είδαν τη δόλια αυτή μεθόδευση πλανήθηκε η σκέψη πως κάποιοι άνθρωποι θα πλήρωναν μοιραία το ντύσιμο των επίλεκτων Γερμανών με πολιτικά ρούχα. Από μακριά οι καμουφλαρισμένοι SS δημιουργούσαν την εντύπωση μιας ομάδας μαυραγοριτών που είχαν βγει στη συνηθισμένη τους βόλτα. Μία πρώτης τάξης δολερή παγίδα που θα προσέλκυε αβίαστα όχι μόνο τους ντόπιους αλλά και τις αντάρτικες δυνάμεις που στάθμευαν στην περιοχή. Το σκηνικό είχε προετοιμαστεί με μαεστρία και πανουργία.
Στο κρίσιμο σταυροδρόμι
Στο σταυροδρόμι Διστόμου-Αράχοβας τα δύο πρώτα επίτακτα φορτηγά ακολούθησαν το δρόμο της Αράχοβας. Δεν πρόλαβαν όμως να καλύψουν ούτε δύο χιλιόμετρα και συνάντησαν στην πορεία τους μία γερμανική φάλαγγα εξήντα αυτοκινήτων, τα οποία ήταν γεμάτα με στρατιώτες και οπλισμό, να κατεβαίνει από την Αράχοβα. Για να έχουμε τα ακριβή στοιχεία όλης αυτής της κινητοποίησης, ας καταγραφεί εδώ πως η συγκεκριμένη στρατιωτική δύναμη ήταν ο 2ος Λόχος του 2ου Τάγματος του 7ου Συντάγματος Τεθωρακισμένων Γρεναδιέρων της 1ης Μεραρχίας των SS με πρωτεύουσα τη Λιβαδειά και με επικεφαλής το λοχαγό Κέπφνερ (Kopfner). Το συναπάντημα αυτό βέβαια δεν ήταν τυχαίο, έγινε έπειτα από συνεννόηση, και όλη η φάλαγγα -τριάντα αυτοκίνητα μπροστά, στη μέση τα δύο ελληνικά και κατόπιν τα υπόλοιπα τριάντα γερμανικά- χάραξε νέα πορεία με κατεύθυνση προς το Δίστομο.
Η κρίσιμη ώρα της δοκιμασίας του Διστόμου είχε φθάσει. Μάλιστα, από τη στιγμή που η φάλαγγα μπήκε στο δρόμο του Διστόμου το κλίμα άλλαξε άρδην: χωρίς κάποια εξωτερική αιτία και αφορμή, οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν χωρίς διάκριση οτιδήποτε ζωντανό κινούνταν στον ορίζοντά τους.
Στο ύψος της Στενής και των Διστομίτικων Αμπελιών η φάλαγγα συνάντησε τους πρώτους διαβάτες και ξωμάχους που θέριζαν στα κτήματά τους και τους έπιασε ομήρους. Συνολικά οι Γερμανοί συνέλαβαν δώδεκα, τα αδέλφια Νίκο και Γιάννη Λάμπρου ή Κουτσουβέλη, τον Θεμιστοκλή Σφουντούρη, τον Γιώργη Παπαϊωάννου ή Σόρες, τα αδέλφια Γιάννη και Θανάση Κοκκίνη , τον Τάσο Τζάθα, τον Γιώργη Σφουντούρη ή Πασκούλη με τα δύο του παιδιά, τον Γιάννη και τον Δημήτρη, τον Ηλία Πελέκη και τον Μήτσο Τσόκο.
Εν τω μεταξύ προσέγγισαν τη φάλαγγα και τα άλλα πέντε γερμανικά φορτηγά που είχαν ακολουθήσει από τη Λιβαδειά τα δύο επίτακτα ελληνικά. Και τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα δεν υστέρησαν σε πρωτοβουλίες. Ξεκίνησαν εκείνα πρώτα από όλα να σκορπούν την οδύνη και το θάνατο αμέσως μόλις πέρασαν το Χάνι του Καρακόλιθου. Στη θέση Μεσοβούνια συνάντησαν τον Παναγιώτη Καραγιάννη ή Τσεκούρα με το γαμπρό του Γιάννη Λεμονή και τους πυροβόλησαν εν ψυχρώ πάνω στο κάρο τους. Πιο κάτω εκτέλεσαν τον Νίκο Τζάθα και τον Γιάννη Οικονόμου ή Ζούπα, στη στάνη της στο Βρυόρεμα χτύπησαν τη μικρή τσοπανοπούλα Παναγιωτίτσα Λ. Σφουντούρη και τέλος το βοσκό Γιώργη Λαγό ή Κούνη, συνολικά έξι ανθρώπους. Κατά συνέπεια, η φάλαγγα των εξήντα πέντε γερμανικών φορτηγών και των δύο επίτακτων ελληνικών πριν μπει στο Δίστομο είχε βαφτεί με αθώο αίμα, γράφοντας τον πρόλογο της τραγωδίας που έμελλε να ακολουθήσει.
Η είσοδος στο Δίστομο
Ηταν δικαιολογημένη λοιπόν η ανησυχία και ο πανικός που κατέλαβαν τους Διστομίτες στη θέα τόσο πολλών αυτοκινήτων και στρατιωτών, που μαζί με τους δώδεκα ομήρους συμπατριώτες τους φόρτιζε επικίνδυνα την ατμόσφαιρα.
Ο επικεφαλής της δύναμης αυτής Γερμανός αξιωματικός ζήτησε τον παπά του χωριού για να υποβάλει ερωτήσεις στο ίδιο πάντα μοτίβο, δηλαδή για το εάν είχαν κάνει την εμφάνισή τους στην περιοχή αντάρτες. Αμεσα ανταποκρίθηκε ο παπα-Σωτήρης Ζήσης και σχεδόν ταυτόχρονα παρουσιάστηκε και ο πρόεδρος του χωριού Χαράλαμπος Κίνιας. Η απάντηση των αρχών στο ερώτημα ήταν κατηγορηματικά αρνητική· οι αντάρτες δεν είχαν δηλώσει την παρουσία τους στην περιοχή. Παρ' ότι τις τελευταίες μέρες είχαν εμφανιστεί πολύ συχνά μέσα και γύρω από το χωριό, οι Διστομίτες κράτησαν το στόμα τους κλειστό.
Οι Γερμανοί από την πλευρά τους υποκρίθηκαν πως έμειναν ικανοποιημένοι από την απάντηση και ζήτησαν από τους διπλά πλέον ανήσυχους Διστομίτες φιλέματα και νερό. Οι φιλότιμοι ξωμάχοι της πολίχνης, παρά την ανέχειά τους, προσέτρεξαν με πολλά τρόφιμα, για να καλοπιάσουν τους κατακτητές. Οι Γερμανοί όμως, ψυχροί και ανεπηρέαστοι, δεν έδειξαν να απαγκιστρώνονται από το αρχικό τους σχέδιο και το μόνο που επέτρεψαν ήταν λίγο νερό στους δώδεκα τραγικούς Διστομίτες ομήρους, και συνέχισαν τη συνηθισμένη τρομοκρατική τους συμπεριφορά ξυλοφορτώνοντας ορισμένους χωρικούς.
Η επόμενη κίνηση των κατακτητών ήταν να τοποθετήσουν φυλάκια περιμετρικά στα υψώματα του χωριού, όπως στην Κούλια , στον Αϊ-Λια, στο Κάστρο και στο καταρράχι του Κούκου, αφήνοντας χωρίς να το συνειδητοποιήσουν αφύλακτη μόνο μία διάβαση, εκείνη του Διάσελου. Η διάβαση αυτή αποδείχθηκε τελικά η διέξοδος σωτηρίας για τους Διστομίτες.
Μέσα σε αυτή την έντονα φορτισμένη ατμόσφαιρα έφθασε αναπάντεχα από διερχομένους και η είδηση του σκοτωμού των έξι ανυποψίαστων Διστομιτών που είχαν εκτελέσει εν ψυχρώ οι επίλεκτοι των SS στην είσοδο του χωριού. Η ανησυχία και ο φόβος των ανθρώπων της περίκλειστης πλέον από Γερμανούς κωμόπολης έφθασαν στο ζενίθ.
Η μάχη έξω από το Στείρι
Στις 12.30 το μεσημέρι τα δύο επίτακτα ελληνικά φορτηγά με τους Ελληνες οδηγούς και με τους πολιτικά ντυμένους Γερμανούς άφησαν απροειδοποίητα το Δίστομο χαράζοντας κατεύθυνση προς το Στείρι. Απώτερος στόχος τους ήταν η εφαρμογή της ύπουλης παγίδας τους, που δεν ήταν άλλη από την προσέλκυση και την αποκάλυψη των ανταρτικών ομάδων που βρίσκονταν στην περιοχή. Και φυσικά στην περίπτωση της ενδεχόμενης σύγκρουσης η φάλαγγα θα προσέτρεχε να τους βοηθήσει.
Οντως, έξω από το χωριό Στείρι βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη και διάταξη γυμνασίων ο 11ος Λόχος του 3ου Τάγματος του 34ου Συντάγματος ανταρτών που έφθανε τους εβδομήντα άνδρες. Επικεφαλής της δύναμης ήταν ο υπολοχαγός Χριστόφορος Γερακοβούνης (Χρίστος Τσιγαρίδας) και ο καπετάν Λευτέρης (Παντελής Παπάζογλου). Τα γυμνάσια βρίσκονταν προς το τέλος τους και ο λόχος ετοιμαζόταν να ανεβεί ψηλότερα στον Ελικώνα. Τη στιγμή εκείνη είδαν να έρχονται προς το Στείρι τα δύο επίτακτα ελληνικά φορτηγά. Η σύγκρουση ήταν πλέον αναπόφευκτη.
Οι αντάρτες κινητοποιήθηκαν αμέσως και κατέλαβαν τις κατάλληλες θέσεις στις ράχες Μελίστρες και Κοπανά, αφήνοντας το δρόμο στη μέση. Οταν τα δύο επίτακτα φορτηγά με τους σχετικά αμέριμνους Γερμανούς έφθασαν στο ξωκλήσι της Αγίας Ειρήνης προς την πλευρά του Στειρίου δέχθηκαν ένα καταιγισμό πυρών από τους αντάρτες, χωρίς να προλάβουν να αντιτάξουν σοβαρή αντίσταση. Οι περισσότεροι από τους Γερμανούς σκοτώθηκαν επί τόπου, μαζί τους και ο Ελληνας οδηγός του επίτακτου φορτηγού 24321 Σπύρος Πελεκάνος. Στη συμπλοκή τραυματίστηκε βαριά και ο αξιωματικός τους Τεό.
Την ανταλλαγή πυρών άκουσαν, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, οι Γερμανοί που στάθμευαν στο Δίστομο, εφ' όσον ο τόπος της συμπλοκής δεν απείχε περισσότερο από τρία χιλιόμετρα. Αμέσως κινητοποιήθηκε η φάλαγγα με κατεύθυνση το Στείρι. Ρίχθηκαν και αυτοί στη μάχη, η οποία κράτησε κοντά στη μιάμιση ώρα με πολύ πείσμα και από τις δύο πλευρές. Οι αντάρτες, εμφανώς λιγότεροι, άρχισαν να συμπτύσσονται κανονικά παίρνοντας μαζί τους το βαριά πληγωμένο συναγωνιστή τους Ξάνθο, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα. Οι Γερμανοί αποτραβήχθηκαν και αυτοί με μεγάλες απώλειες: οι δεκαεφτά από τους δεκαοχτώ στρατιώτες που επέβαιναν στα επίτακτα φορτηγά είτε κείτονταν νεκροί είτε βρίσκονταν βαριά τραυματισμένοι. Είχε καταφέρει να σωθεί μόνον ένας στρατιώτης και ο οδηγός του επίτακτου 33257 Λουκάς Ζάχος. Οι Γερμανοί μάζεψαν πρώτα τους τραυματίες τους και τους έστειλαν στη Λιβαδειά και την Αμφισσα και κατόπιν τους νεκρούς τους και τους έστειλαν στη Λιβαδειά, όπου και τους έθαψαν.
Γύρω στις 4.00 το απόγευμα οι Γερμανοί πήραν το δρόμο της επιστροφής στο Δίστομο. Η αυλαία της μάχης έξω από το Στείρι είχε πλέον πέσει.
Οι Γερμανοί εκδικούνται το Δίστομο
Πριν φθάσουν ωστόσο οι Γερμανοί στο Δίστομο, θέλοντας να εκτονώσουν το θυμό τους σκότωσαν απρόκλητα τρεις Δεσφινιώτες βοσκούς, τον Γιάννη Κωσταντίνου, την κόρη του Τασία και τη Σοφία Πετσάβα, και άρπαξαν ζωντανά από το κοπάδι τους.
Η ήττα των Γερμανών στο Στείρι είχε μαθευτεί στο Δίστομο με συνέπεια να αυξηθεί η ανησυχία του κόσμου και πολύ περισσότερο των συγγενών των δώδεκα ομήρων, γιατί γνώριζαν πως σε αυτές τις στιγμές ο ηττημένος κατακτητής θα έβγαζε όλη του τη ματαίωση και την οργή πάνω στα πρώτα εύκολα αθώα θύματα και τον άμαχο πληθυσμό. Και φυσικά το προαίσθημά τους αυτό επιβεβαιώθηκε.
Οι Γερμανοί σταμάτησαν το φορτηγό με τους δώδεκα ομήρους μπροστά στο Δημοτικό Σχολείο του Διστόμου, τους κατέβασαν όπως τους είχαν δεμένους και προσπάθησαν να τους βάλουν σε μια σειρά. Ενας από αυτούς όμως, ένα ανδρειωμένο και ψυχωμένο παλικάρι, ο Νίκος Λάμπρου, κατάφερε λευτερώνοντας τα χέρια του να πέσει με δύναμη πάνω σε έναν από τους δημίους του και να τον χτυπήσει γερά στο πρόσωπο. Ο Νίκος Λάμπρου πλήρωσε ακριβά την αποκοτιά του αυτή, ήταν όμως το πρώτο και μοναδικό θύμα από όλο το Δίστομο που κατάφερε να αντιτάξει κάποια αντίσταση, έστω με τα χέρια του και τη γενναία καρδιά του.
Οι κατακτητές, εξοργισμένοι από την αντίδραση αυτή, διέταξαν τους συγγενείς των ομήρων να απομακρυνθούν και να κλειστούν στα σπίτια τους. Η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη. Παρέταξαν τους δώδεκα, μαζί και το μισολιπόθυμο Νίκο Λάμπρου, στην ανατολική πλευρά του Δημοτικού Σχολείου και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Το αίμα τον αθώων αυτών παλικαριών πότισε πρώτο από όλα το ιερό χώμα του χωριού τους.
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά τα τραγικά στο κέντρο της πολίχνης, στην είσοδό της κάποιοι άλλοι Γερμανοί συνέλαβαν τρεις ξωμάχους Διστομίτες, τον Παναγιώτη Βασιλείου ή Μαστραναστάση, τον Αριστείδη Σφουντούρη και τον Γιαννάκη Σκούτα, και τους σκότωσαν χωρίς λόγο και αφορμή.
Η διαδικασία των αντιποίνων είχε προ πολλού αρχίσει και το Δίστομο καλούνταν από τις περιστάσεις να πληρώσει υψηλό φόρο αίματος. Το πρόσχημα που αποζητούσαν εναγωνίως οι Γερμανοί τούς είχε δοθεί ήδη έξω από το Στείρι και ο λοχαγός Κέπφνερ, χωρίς καμιά αναστολή και κανένα ενδοιασμό, έδωσε τη διαταγή να ξεσπάσουν με ορμή όλη τους τη μανία και το μίσος πάνω στους αθώους και ανυπεράσπιστους Διστομίτες.
Ολους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους της γραφικής αυτής βοιωτικής πολίχνης οι σκληροί και αδίστακτοι Γερμανοί τούς καταδίκασαν σε θάνατο, από γέροντες, γυναικόπαιδα και άνδρες μέχρι ανήμπορους, ασθενείς και μωρά. Μοναδικός τους στόχος, να απαλείψουν το Δίστομο από το χάρτη.
Η σφαγή
Οι κατακτητές διέταξαν αμέσως με αυστηρό και απειλητικό τρόπο όλους τους Διστομίτες να κλειστούν στα σπίτια τους και οι περισσότεροι υπάκουσαν, θαρρώντας πως έτσι θα κατεύναζαν τα πάθη και την αγριότητά τους. Μάλιστα, αρκετοί από τους χωρικούς συγκεντρώθηκαν από κάθε γειτονιά σε ένα σπίτι για να καθησυχάσουν την αγωνία και το φόβο τους. Υπήρξαν ωστόσο και αρκετοί Διστομίτες που αποφάσισαν μέσα στην παραζάλη και την απελπισία τους να εγκαταλείψουν το χωριό, ακολουθώντας για καλή τους τύχη την αφύλακτη από τους Γερμανούς διάβαση του Διάσελου. Η παράτολμη αυτή απόφαση οδήγησε ορισμένους στην παραλία και άλλους στο βουνό, αλλά σε κάθε περίπτωση στη σωτηρία.
Η ώρα μηδέν για το ολοκαύτωμα του Διστόμου σήμανε και η εφαρμογή του πιο αποτρόπαιου και εγκληματικού σχεδίου των ναζί σε βάρος των εναπομεινάντων Διστομιτών ξεκίνησε. Τα SS ξεχύθηκαν απειλητικά στις βουβές γειτονιές της πολίχνης και περνώντας από σπίτι σε σπίτι σκόρπιζαν την καταστροφή, τον όλεθρο και το θάνατο, βάζοντας μάλιστα στην εξώπορτα κάθε σπιτιού και από ένα σταυρό για να μαρτυρά ότι «η μοιραία αποστολή εξετελέσθη!».
Ας αφήσουμε στη συγκυρία αυτή τον Τάκη Λάππα να μας μεταφέρει μέσα από τις σελίδες του συγκλονιστικού του χρονικού «Η Σφαγή του Διστόμου» (1945) τις ανατριχιαστικές στιγμές της βίας και της οδύνης: «Μέσα σε μια ώρα γίνηκε τέτοια σφαγή, τέτοιο ανιστόρητο μακελειό που είναι αδύνατο κανείς να το παρακολουθήσει για να το περιγράψει και ψύχραιμα να ταξινομήσει τα γεγονότα. Μπροστά σε τέτοιο θέαμα κι οι θεατές ακόμη του Κολοσσαίου θα σκέπαζαν τα μάτια τους από φρίκη κι αυτός ο Ηρώδης ή ο Νέρωνας θα φρένιαζαν απ' το κακό τους που ύστερα από τόσους αιώνες βρέθηκαν κτηνάνθρωποι σαν κι αυτούς, όχι μονάχα να τους μιμηθούνε, μα να τους ξεπεράσουν κι όλας...».
Μέσα πια σε αυτήν την κορύφωση της ωμής και απροκάλυπτης βίας υπήρξαν μια-δυο περιπτώσεις στρατιωτών που έσωσαν αρκετές ζωές Διστομιτών δείχνοντας το μεγαλείο της καρδιάς τους. Οι μεγαλόψυχοι αυτοί Γερμανοί έμπαιναν στα σπίτια, έδιναν με κάποιο τρόπο στους ενοίκους τους να καταλάβουν πως έπρεπε να σωπάσουν και να κρυφτούν, έριχναν μερικές ντουφεκιές στον αέρα και απομακρύνονταν σημειώνοντας στην εξώπορτα το σταυρό, που σήμαινε πως η αποστολή τους είχε εκτελεσθεί. Οι λίγοι αυτοί Γερμανοί, που με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής έσωσαν αρκετές ψυχές από του χάρου τα δόντια, έστειλαν το μήνυμα ότι ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες υπάρχουν άνθρωποι που επιτελούν στο ακέραιο το πιο ουσιαστικό υπαρξιακό τους καθήκον.
Αντί επιλόγου
Το δειλινό του μοιραίου εκείνου Σαββάτου της 10ης Ιουνίου 1944 είχε χαραχθεί σε σχεδόν όλες τις εξώθυρες του Διστόμου ο μακάβριος σταυρός. Από τη σφύζουσα από ζωή πολίχνη των 1.800 ανθρώπων είχαν καταφέρει οι περισσότεροι να διαφύγουν, είχαν μείνει ωστόσο πίσω γύρω στους 300 από τους οποίους οι 223 -συμπεριλαμβανομένου του παπα-Σωτήρη Ζήση, του ειρηνοδίκη Κώστα Κριτσώπη και του δασικού Μιλτιάδη Κουρούμπαλη- πλήρωσαν με το πολυτιμότερο αγαθό, με τη ζωή τους, την παραμονή τους στις πατρογονικές εστίες.
Οι Γερμανοί κατακτητές πήραν την αποφράδα εκείνη μέρα το δρόμο της επιστροφής για τη Λιβαδειά, αδημονώντας να εμφανιστούν μπροστά στο διοικητή τους Ρίκερτ (Rickert) για να δώσουν εκτενή αναφορά των «ανδραγαθιών» τους.
Ως ελάχιστη αντίχαρη στα θύματα του ολοκαυτώματος του Διστόμου ας αποθησαυριστεί στο επιμύθιο του άρθρου αυτού ο βαθιά λυρικός λόγος του Νικηφόρου Βρεττάκου από την «Επιμνημόσυνη γονυκλισία»:
«Δεν σας ξεχάσαμε.
Είναι η καρδιά μας ένα ευρύ πεδίο αναστάσεως.
Δεν σας αφήσαμε άνιφτους κι άντυτους,
όλο αίματα, τρύπες και χώματα.
Μάρτυς ο ήλιος μας δεν σας ξεχάσαμε!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου