ΠΗΓΗ/ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: rbth.gr
Μιχαήλ Ντελιάγκιν, οικονομολόγος, διευθυντής του Ινστιτούτου για τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης
Μιχαήλ Ντελιάγκιν, οικονομολόγος, διευθυντής του Ινστιτούτου για τα προβλήματα της παγκοσμιοποίησης
Ενώ η Ελλάδα κινδυνεύει να «αγοραστεί» από
Κινέζους και Τούρκους, όλα δείχνουν ότι ήλθε η μεγάλη ώρα για θεαματικά
ανοίγματα της Αθήνας προς τη Μόσχα.
Η νίκη των κεντροδεξιών στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές έφερε στις
υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναν αναστεναγμό ανακούφισης, ο οποίος ωστόσο
προκαλεί έκπληξη.
Καταρχήν, τα αποτελέσματα των εκλογών δεν έδωσαν νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο, η Αριστερά έμεινε πίσω από τους αντιπάλους της μόνο κατά τρεις μονάδες και παραμένει μια απειλητική δύναμη. Όμως ακόμη και με «φιλοευρωπαϊκή» κυβέρνηση, η Ελλάδα θα μπορέσει να σταματήσει την κρίση; Στις συνθήκες διολίσθησης σε μια παγκόσμια ύφεση, η σκληρή οικονομική πολιτική μπορεί να αποδειχθεί το ίδιο επικίνδυνη με την αυστηρή δίαιτα για κάποιον που πάσχει από δυστροφία.
Έχει φτάσει η ώρα να αποδεχτούμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό νεοαποικιακό χαρακτήρα. Το τίμημα που έχουν καταβάλλει τα νέα μέλη της ΕΕ για να μπούν σε αυτή, είναι οι μεγάλοι περιορισμοί στον ανταγωνισμό με τα «παλαιά» μέλη, και επομένως, οι ουσιαστικοί περιορισμοί των δυνατοτήτων ανάπτυξής τους. Σε πρώτο στάδιο οι περιορισμοί αυτοί αποζημιώνονταν με το παραπάνω από την ανάπτυξη των υποδομών. Όταν όμως οι υποδομές ολοκληρώνονταν, η οικονομική ανάπτυξη άρχιζε να χωλαίνει.
Βορράς εναντίον Νότου.
Ο Νότος της Ευρώπης αντιμετωπίζει σήμερα τις μεγαλύτερες δυσκολίες επειδή τον καιρό της εισόδου των χωρών αυτών στην ΕΕ, η ηγεσία της τελευταίας ήδη έτρεφε αυταπάτες όσον αφορά τις δυνατότητες των νέων μελών να φτάσουν στο επίπεδο της Γερμανίας και της Γαλλίας. Το αποτέλεσμα ήταν τα νέα μέλη να λάβουν προκαταβολικές κοινωνικές και οικονομικές εγγυήσεις με αντάλλαγμα τη μελλοντική τους ανάπτυξη, η οποία ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Η Νότια Ευρώπη αποδείχθηκε ανήμπορη να αντισταθμίσει τις εγγυήσεις που τις είχαν παρασχεθεί προκαταβολικά.
Οι συχνότατες συζητήσεις των τελευταίων ετών αναφορικά με τη σκοπιμότητα της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη αγνοούν το τερατώδες τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει γι’ αυτό, όχι μόνο η Ελλάδα (το ΑΕΠ της οποίας θα μειωθεί σύμφωνα με εκτιμήσεις κατά το ήμισυ μέσα σε ένα χρόνο), αλλά και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των τελευταίων δεν θα χάσει μόνο τις εξοφλήσεις των ελληνικών χρεών, αλλά και τη χρηματοπιστωτική αγορά της χώρας αυτής. Ως εκ τούτου, η συνειδητή έξοδος, ή η ώθηση προς την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, φαντάζει ελάχιστα πιθανή.
Η Ελλάδα, ασθενής κρίκος.
Ωστόσο η απελπιστική κατάσταση της Ελλάδας δεν είναι παρά η εξωτερική έκφανση τόσο της πανευρωπαϊκής, όσο και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η παγκόσμια έλλειψη ζήτησης πλήττει τους πιο αδύναμους και υπερφορτωμένους με υποχρεώσεις κρίκους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, και πολύ απλά, δεν υπάρχουν στον κόσμο αγορές στις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να επαναπροσανατολιστεί.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι η επίλυση της ελληνικής κρίσης να περάσει μέσα από αναπότρεπτες και επομένως καταστροφικότατες κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες, πιθανόν κατακλυσμιαίες. Αυτές μπορούν όντως να οδηγήσουν στην έξοδο της Ελλάδας, όχι μόνο από την Ευρωζώνη, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ίσως όχι τώρα, αλλά με το καλό ή με το άσχημο, σε μερικά χρόνια.
Μια τέτοια καταστροφική έξοδος θα μετατρέψει τα ερείπια της ελληνικής οικονομίας σε πολύ ελκυστικό έπαθλο για τις δραστήριες μη ευρωπαϊκές χώρες που είναι ικανές να επεκτείνονται παγκοσμίως. Είναι αμφίβολο ότι σε αυτές θα περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα, τουλάχιστον συγκρίσιμα με αυτά της Ευρώπης. Περισσότερο πιθανοί «αγοραστές» της Ελλάδας μοιάζουν σήμερα να είναι η Κίνα και η Τουρκία. Όμως το πολιτιστικό χάσμα με την πρώτη και οι ιστορικές σχέσεις με τη δεύτερη δεν τις καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικούς εταίρους για την Ελλάδα.
Αυτό θα υποχρεώσει την Ελλάδα να αναζητήσει μετά την κρίση εκείνους τους στρατηγικούς εταίρους, οι οποίοι θα μπορέσουν να εξισορροπήσουν την επιρροή των προαναφερόμενων «αγοραστών». Και ένας τέτοιος εταίρος μπορεί κάλλιστα να είναι η Ρωσία, που θα αποκτήσει την ευκαιρία για μια νέα και απροσδόκητη κατεύθυνση στην πορεία της εξωτερικής της ολοκλήρωσης. Η συμμαχία με μια Ελλάδα απελευθερωμένη από τους περιορισμούς της ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε ποιοτική αναβάθμιση του στρατηγικού βάρους και της επιρροής της Ρωσίας τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και να προσφέρει νέες και αναπάντεχες ευκαιρίες στις ρωσικές επιχειρήσεις.
Ας μη λησμονείται και το γεγονός ότι η πρώτη μορφή ελληνικής κρατικής υπόστασης στη νεότερη ιστορία ήταν η Δημοκρατία της Επτανήσου (1800-1807), που στην ουσία αποτελούσε ρωσικό προτεκτοράτο και υφίστατο υπό την προστασία των ρωσικών όπλων. Εφόσον η οικονομική ισχύς εκτοπίζει όλο και περισσότερο τη στρατιωτική, το μεγάλο ρωσικό κεφάλαιο θα μπορούσε μέσα στα επόμενα χρόνια να γίνει εύκολα ένα ανάλογο της ναυτικής μοίρας του Ουσακόφ.
Καταρχήν, τα αποτελέσματα των εκλογών δεν έδωσαν νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πολύ περισσότερο, η Αριστερά έμεινε πίσω από τους αντιπάλους της μόνο κατά τρεις μονάδες και παραμένει μια απειλητική δύναμη. Όμως ακόμη και με «φιλοευρωπαϊκή» κυβέρνηση, η Ελλάδα θα μπορέσει να σταματήσει την κρίση; Στις συνθήκες διολίσθησης σε μια παγκόσμια ύφεση, η σκληρή οικονομική πολιτική μπορεί να αποδειχθεί το ίδιο επικίνδυνη με την αυστηρή δίαιτα για κάποιον που πάσχει από δυστροφία.
Έχει φτάσει η ώρα να αποδεχτούμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αποκτήσει σε μεγάλο βαθμό νεοαποικιακό χαρακτήρα. Το τίμημα που έχουν καταβάλλει τα νέα μέλη της ΕΕ για να μπούν σε αυτή, είναι οι μεγάλοι περιορισμοί στον ανταγωνισμό με τα «παλαιά» μέλη, και επομένως, οι ουσιαστικοί περιορισμοί των δυνατοτήτων ανάπτυξής τους. Σε πρώτο στάδιο οι περιορισμοί αυτοί αποζημιώνονταν με το παραπάνω από την ανάπτυξη των υποδομών. Όταν όμως οι υποδομές ολοκληρώνονταν, η οικονομική ανάπτυξη άρχιζε να χωλαίνει.
Βορράς εναντίον Νότου.
Ο Νότος της Ευρώπης αντιμετωπίζει σήμερα τις μεγαλύτερες δυσκολίες επειδή τον καιρό της εισόδου των χωρών αυτών στην ΕΕ, η ηγεσία της τελευταίας ήδη έτρεφε αυταπάτες όσον αφορά τις δυνατότητες των νέων μελών να φτάσουν στο επίπεδο της Γερμανίας και της Γαλλίας. Το αποτέλεσμα ήταν τα νέα μέλη να λάβουν προκαταβολικές κοινωνικές και οικονομικές εγγυήσεις με αντάλλαγμα τη μελλοντική τους ανάπτυξη, η οποία ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Η Νότια Ευρώπη αποδείχθηκε ανήμπορη να αντισταθμίσει τις εγγυήσεις που τις είχαν παρασχεθεί προκαταβολικά.
Οι συχνότατες συζητήσεις των τελευταίων ετών αναφορικά με τη σκοπιμότητα της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη αγνοούν το τερατώδες τίμημα που θα κληθεί να πληρώσει γι’ αυτό, όχι μόνο η Ελλάδα (το ΑΕΠ της οποίας θα μειωθεί σύμφωνα με εκτιμήσεις κατά το ήμισυ μέσα σε ένα χρόνο), αλλά και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα των τελευταίων δεν θα χάσει μόνο τις εξοφλήσεις των ελληνικών χρεών, αλλά και τη χρηματοπιστωτική αγορά της χώρας αυτής. Ως εκ τούτου, η συνειδητή έξοδος, ή η ώθηση προς την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, φαντάζει ελάχιστα πιθανή.
Η Ελλάδα, ασθενής κρίκος.
Ωστόσο η απελπιστική κατάσταση της Ελλάδας δεν είναι παρά η εξωτερική έκφανση τόσο της πανευρωπαϊκής, όσο και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η παγκόσμια έλλειψη ζήτησης πλήττει τους πιο αδύναμους και υπερφορτωμένους με υποχρεώσεις κρίκους του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, και πολύ απλά, δεν υπάρχουν στον κόσμο αγορές στις οποίες η Ελλάδα θα μπορούσε να επαναπροσανατολιστεί.
Το πιθανότερο λοιπόν είναι η επίλυση της ελληνικής κρίσης να περάσει μέσα από αναπότρεπτες και επομένως καταστροφικότατες κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες, πιθανόν κατακλυσμιαίες. Αυτές μπορούν όντως να οδηγήσουν στην έξοδο της Ελλάδας, όχι μόνο από την Ευρωζώνη, αλλά και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ίσως όχι τώρα, αλλά με το καλό ή με το άσχημο, σε μερικά χρόνια.
Μια τέτοια καταστροφική έξοδος θα μετατρέψει τα ερείπια της ελληνικής οικονομίας σε πολύ ελκυστικό έπαθλο για τις δραστήριες μη ευρωπαϊκές χώρες που είναι ικανές να επεκτείνονται παγκοσμίως. Είναι αμφίβολο ότι σε αυτές θα περιλαμβάνονται οι ΗΠΑ, οι οποίες αντιμετωπίζουν προβλήματα, τουλάχιστον συγκρίσιμα με αυτά της Ευρώπης. Περισσότερο πιθανοί «αγοραστές» της Ελλάδας μοιάζουν σήμερα να είναι η Κίνα και η Τουρκία. Όμως το πολιτιστικό χάσμα με την πρώτη και οι ιστορικές σχέσεις με τη δεύτερη δεν τις καθιστούν ιδιαίτερα ελκυστικούς εταίρους για την Ελλάδα.
Αυτό θα υποχρεώσει την Ελλάδα να αναζητήσει μετά την κρίση εκείνους τους στρατηγικούς εταίρους, οι οποίοι θα μπορέσουν να εξισορροπήσουν την επιρροή των προαναφερόμενων «αγοραστών». Και ένας τέτοιος εταίρος μπορεί κάλλιστα να είναι η Ρωσία, που θα αποκτήσει την ευκαιρία για μια νέα και απροσδόκητη κατεύθυνση στην πορεία της εξωτερικής της ολοκλήρωσης. Η συμμαχία με μια Ελλάδα απελευθερωμένη από τους περιορισμούς της ΕΕ μπορεί να οδηγήσει σε ποιοτική αναβάθμιση του στρατηγικού βάρους και της επιρροής της Ρωσίας τόσο σε περιφερειακό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και να προσφέρει νέες και αναπάντεχες ευκαιρίες στις ρωσικές επιχειρήσεις.
Ας μη λησμονείται και το γεγονός ότι η πρώτη μορφή ελληνικής κρατικής υπόστασης στη νεότερη ιστορία ήταν η Δημοκρατία της Επτανήσου (1800-1807), που στην ουσία αποτελούσε ρωσικό προτεκτοράτο και υφίστατο υπό την προστασία των ρωσικών όπλων. Εφόσον η οικονομική ισχύς εκτοπίζει όλο και περισσότερο τη στρατιωτική, το μεγάλο ρωσικό κεφάλαιο θα μπορούσε μέσα στα επόμενα χρόνια να γίνει εύκολα ένα ανάλογο της ναυτικής μοίρας του Ουσακόφ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου