Οι γερμανικές αποζημιώσεις και η φρίκη στο Δίστομο
Πήρα μαζί με την «Ελευθεροτυπία» το τεύχος των «Ιστορικών», με θέμα τις γερμανικές αποζημιώσεις.
Επειδή ασχολούμαι επί πολλά χρόνια με το θέμα αυτό ως γενικός γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, θεωρώ υποχρέωσή μου να συμβάλω στη διευκρίνιση δύο σοβαρών θεμάτων:
1) του θέματος των 155.000.000 μάρκων που μας κατέβαλε η Δυτική Γερμανία το 1960 και
2) της μεθόδευσης της ανατροπής της υπ' αριθ. 12/2000 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (αποζημιώσεις κατοίκων του Διστόμου) από την τότε κυβέρνηση με τη βοήθεια του προέδρου του Αρείου Πάγου κ. Ματθία.
Ειδικότερα:
1Το ποσόν των 155.000.000 μάρκων δεν αποτελεί μέρος των αποζημιώσεων που μας οφείλει η Γερμανία εξαιτίας των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν σε βάρος του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της γερμανικής εισβολής και κατοχής, αλλά μία ειδική αποζημίωση που υποχρεώθηκε η Δυτική Γερμανία να καταβάλει στα «θύματα της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, εξαιτίας της καταγωγής, της θρησκείας (Ισραηλιτών Τσιγγάνων), των πολιτικών αντιλήψεών τους (κομμουνιστών) ή των ειδικών συνθηκών διαβίωσής τους (ομοφυλοφίλων) και όσων άλλων οι ναζί θεωρούσαν ανθρώπους Β' κατηγορίας.
Το θέμα αυτό ανακινήθηκε από τους Ισραηλίτες που υπήρξαν όμηροι στα γερμανικά στρατόπεδα, αλλά δεν έφτασαν στα κρεματόρια, και μετά την απελευθέρωσή τους κατέφυγαν στις ΗΠΑ, οι οποίες υποστήριξαν με σθένος το αίτημά τους και υποχρέωσαν τη Δ. Γερμανία να τους καταβάλει την ειδική αυτή αποζημίωση το 1960, μολονότι η Συμμαχική Διάσκεψη του 1953 στο Λονδίνο είχε αναστείλει την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία μέχρι την υπογραφή της οριστικής συνθήκης ειρήνης (η οποία, ως γνωστόν, υπογράφηκε με μεγάλη καθυστέρηση στη Μόσχα το 1990, και μεταξύ των άλλων όρων της υπήρχε και μία νέα πενταετής παράταση της παραπάνω αναστολής, δηλ. μέχρι το τέλος του 1995).
Η καταβολή της ειδικής αυτής αποζημίωσης στα θύματα της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ, κινητοποίησε τους Ισραηλίτες και τα άλλα θύματα των παραπάνω κατηγοριών που κατοικούσαν σε 18 χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), οι οποίες πέτυχαν την υπογραφή συμφωνίας για την καταβολή 13.730.000.000 μάρκων, από τα οποία η τότε ελληνική κυβέρνηση «ελλείψει στοιχείων» περιορίστηκε να λάβει το ποσό των 155.000.000 μάρκων. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι Γερμανοί, επωφελούμενοι από τις φιλογερμανικές δηλώσεις κορυφαίων Ελλήνων πολιτικών (Π. Πιπινέλη, υπουργού Εξωτερικών της κυβέρνησης Κ. Τσαλδάρη, Κ. Τσάτσου, υπουργού Επικρατείας της κυβέρνησης Παπάγου και του ίδιου του Παπάγου), που αναφέρονται στις σελίδες 167, 172, 173 του πρόσφατου τεύχους των «Ιστορικών», προσπάθησαν να προσθέσουν στο κείμενο της σχετικής ελληνο-γερμανικής σύμβασης τον όρο ότι με το ποσό αυτό η Γερμανία κάλυψε το σύνολο των υποχρεώσεών της προς την Ελλάδα, αλλ' ευτυχώς ο πρεσβευτής μας Θωμάς Υψηλάντης, που υπέγραψε ως εκπρόσωπος της χώρας μας αυτή τη σύμβαση, κατόρθωσε να προσθέσει πριν από την υπογραφή του τη δήλωση ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να διεκδικήσει όλες τις άλλες αποζημιώσεις που δικαιούται.
Εξαιτίας της ενδοτικότητας των ελληνικών κυβερνήσεων (Τσαλδάρη, Παπάγου και Κων. Καραμανλή) ήταν αμφίβολη η υλοποίηση αυτής της συμφωνίας, είχε όμως μεσολαβήσει η σύλληψη του διαβόητου εγκληματία Max Merten που είχε στείλει τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στα γερμανικά κρεματόρια (αφού προηγουμένως τους λήστεψε), αλλ' είχε το θράσος να έρθει στην Ελλάδα για να εξεταστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης ενός άλλου Γερμανού εγκληματία πολέμου (από τους ελάχιστους που είχαν συλληφθεί κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων και διεξαγόταν εναντίον του η σχετική ανάκριση). Ο τότε ανακριτής όμως Ανδρέας Τούσης τον αναγνώρισε και διέταξε τη σύλληψή του. Οπως ήταν επόμενο παραπέμφθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε 25 ετών πρόσκαιρα δεσμά. Οι Γερμανοί κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να πείσουν την ελληνική κυβέρνηση για τη μεταγωγή του στις γερμανικές φυλακές, αλλά και για την παραπομπή όλων των εκκρεμών υποθέσεων κατά Γερμανών εγκληματιών στα γερμανικά δικαστήρια, τα οποία θα τους επέβαλλαν τις προβλεπόμενες από το διεθνές δίκαιο ποινές. Η ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε το αίτημα αυτό κι έτσι οι Γερμανοί εγκληματίες τιμωρήθηκαν «δι' απελάσεως»! Εννοείται ότι όλοι αυτοί και ο Μέρτεν αφέθησαν ελεύθεροι από τα γερμανικά δικαστήρια.
Πάντως όμως είναι γεγονός ότι η σύλληψη και καταδίκη του Μέρτεν συνετέλεσε στην καταβολή των 155.000.000 μάρκων. Αλλιώς οι Γερμανοί θα μας όφειλαν και το ποσό αυτό μέχρι σήμερα, αφού καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα κατέφευγε στο αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο για να υποχρεώσει τη Γερμανία στην καταβολή του.
2Στη σελ. 124 των «Ιστορικών» γίνεται μια σύντομη αναφορά στην υπόθεση του Διστόμου και σχολιάζεται το γεγονός ότι ο διοικητής του 7ου τεθωρακισμένου Συντάγματος της Αστυνομίας Fritz Lautenbach ουδέποτε τιμωρήθηκε.
Αλλά χειρότερη από το ποινικό μέρος της υπόθεσης αυτής υπήρξε η διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων για την αποζημίωση των κατοίκων του Διστόμου εξαιτίας των διαπραχθέντων σε βάρος τους φρικτών εγκλημάτων (260 νεκροί και πυρπόληση ολόκληρου του χωριού τους), για την οποία πρέπει να γίνει ειδική μνεία. Μετά τη λήξη της 55χρονης αναστολής που είχε χορηγηθεί στη Γερμανία από τους συμμάχους μας και με δεδομένη την αδράνεια των ελληνικών κυβερνήσεων, τα θύματα της γερμανικής κατοχής άρχισαν από την 1/1/1996 να καταθέτουν στα ελληνικά δικαστήρια αγωγές κατά του γερμανικού Δημοσίου, το οποίο τις απέκρουσε με την ένσταση της ετεροδικίας.
Τα περισσότερα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν την ένσταση αυτή. Μεταξύ αυτών και το Πρωτοδικείο Λιβαδειάς, που δίκασε την ομαδική αγωγή των κατοίκων του Διστόμου και τη δέχτηκε μόνον ως προς το αίτημα της ψυχικής οδύνης (ενώ το αίτημα για τις υλικές ζημιές κρίθηκε ως αόριστο). Ομοια υπήρξε και η απόφαση του Εφετείου Αθηνών, στο οποίο προσέφυγε το γερμανικό Δημόσιο, και η υπόθεση ύστερα από αίτηση αναίρεσης έφτασε στον Αρειο Πάγο και μάλιστα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου μας (εξαιτίας της σοβαρότητας της υπόθεσης), η οποία με την υπ' αριθ. 12/2000 απόφασή της απέρριψε την ένσταση της ετεροδικίας και επικύρωσε κατά τα λοιπά την απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η απόφαση αυτή ελήφθη με ψήφους 16 υπέρ και 4 κατά. Μεταξύ των τεσσάρων της μειοψηφίας ήταν και ο πρόεδρος του Α.Π., Ματθίας.
Η ελληνική κυβέρνηση που είχε στηρίξει τις ελπίδες της για την αναίρεση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών και την απόρριψη της αγωγής στον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ανησύχησε πολύ για την εξέλιξη των σχέσεών της με τη γερμανική κυβέρνηση και μεθόδευσε την ανατροπή της ιστορικής απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ως εξής:
Παρέτεινε τη θητεία του Ματθία επί ένα χρόνο (ενώ έπρεπε να προβεί στην εκλογή νέου προέδρου, όπως ορίζει το Σύνταγμα). Μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα υπολογίστηκε ότι θα ήταν δυνατή η διεκπεραίωση των απαραίτητων για την ανατροπή της απόφασης της Ολομέλειας ενεργειών και ειδικότερα:
-Ο προσδιορισμός της εκδίκασης μιας όμοιας υπόθεσης (κατοίκου του Λιδωρικίου) στο Α' τμήμα του Αρείου Πάγου.
-Η απόφαση του τμήματος αυτού ήταν αντίθετη προς εκείνη της Ολομέλειας, κατά παράβαση του άρθρου 850 παρ. 5 της Πολιτικής Δικονομίας, που επιβάλλει σε όλα τα δικαστήρια να συμμορφώνονται προς τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (και κατά μείζονα λόγο τα τμήματα του Αρείου Πάγου) για τα επιλυθέντα από αυτόν νομικά ζητήματα.
-Για την επιτυχία του σκοπού αυτού προήδρευσε στη συνεδρίαση του Α' τμήματος ο κ. Ματθίας, ενώ σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ο δικαστής που έχει εκφράσει τη γνώμη του επί του νομικού θέματος μιας υπόθεσης δεν έχει δικαίωμα συμμετοχής σε δικαστήριο που δικάζει υπόθεση στην οποία κρίνεται το ίδιο νομικό ζήτημα (πρώτη παρανομία).
Η συμμετοχή του υπήρξε αποφασιστική, γιατί κατόρθωσε ν' ανατρέψει την εισήγηση του αρεοπαγίτη Λινού, που ήταν σύμφωνη με την απόφαση της Ολομέλειας. Ετσι το Α' τμήμα δέχτηκε ότι για το θέμα της ετεροδικίας και για άλλα νομικά θέματα υπάρχουν αντίθετες απόψεις στα ελληνικά δικαστήρια και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (δεύτερη παρανομία).
Το δικαστήριο αυτό δέχτηκε ότι ήταν αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 100 του Συντάγματος του 1974 ιδρύθηκε για να δικάζει όταν υπάρχει διάσταση μεταξύ των αποφάσεων των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου) και όχι μεταξύ των αποφάσεων της Ολομέλειας και ενός τμήματος ανωτάτου δικαστηρίου (τρίτη παρανομία).
Το ΑΕΔ δεν αρκέστηκε στο να δεχτεί την ένσταση της ετεροδικίας, αλλά προχώρησε ακόμα παραπέρα. Δέχτηκε ότι τα θύματα της γερμανικής κατοχής δεν έχουν ατομικό δικαίωμα αγωγής, αλλά οι αποζημιώσεις τους είναι θέμα διακρατικών διαπραγματεύσεων (οι οποίες ουδέποτε έγιναν και ούτε θα γίνουν). Για τον λόγο αυτόν ιδρύσαμε το 1996 το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα, με πρόεδρο τον Μανώλη Γλέζο, αντιπρόεδρο τον Γ-Α. Μαγκάκη, γενικό γραμματέα εμένα και μέλη του Δ.Σ. τους προέδρους όλων των Αντιστασιακών Οργανώσεων και πιέζουμε συνεχώς τις ελληνικές κυβερνήσεις, δυστυχώς όμως χωρίς κανένα μέχρι σήμερα αποτέλεσμα.
Εχω τη γνώμη ότι για τα παραπάνω θέματα έπρεπε να γίνει ιδιαίτερη μνεία στα «Ιστορικά», αλλά δεν γνωρίζω αν και πώς είναι δυνατή η τακτοποίηση, και επαφίεμαι στη δική σας απόφαση.
* Γ.Γ. του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου