Πηγή/Πρώτη δημοσίευση: In.gr
Παρότι η πρώτη του συλλογή, το Στιγμιόγραφο του 2011 (εκδ. Πλανόδιου) είχε δώσει δείγματα πραγματικού ταλέντου, ήταν το Κλέφτικο του 2013 (εκδ. Πανοπτικόν) που σήμανε την εκρηκτική εμφάνιση του Γιώργου Πρεβεδουράκη στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα.Βοήθησε σε αυτό και η
ποιητική φιλοδοξία ενός ποιήματος που συνειδητά διαλέγει να χρησιμοποιήσει τον
τρόπο του Ουρλιαχτού του Άλλεν Γκίνσμπεργκ: «Είδα τις καλύτερες
γενιές του μυαλού μου / διαλυμένες από τη φαιδρότερη Λογική / υστερικές, γυμνές
και χρεωμένες / να σέρνονται σε βαλκάνιους δρόμους την αυγή γυρεύοντας /
τρόπους για να πληρωθεί μια αναγκαία δόση».
Συνέβαλε, όμως, αποφασιστικά και η δύναμη του ποιήματος, γραμμένου με σαφή πρόθεση να αποτυπώσει την οπτική μιας γενιάς, αυτής που την εποχή που ξεσπά η ελληνική κρίση είναι περίπου 25-35 ετών, και να αποτυπώσει τη συνθήκη που αντιμετώπιζε, τις αντιφάσεις της, αλλά και την ίδια της την κραυγή, στο φόντο μιας διαρκούς αναμέτρησης με το ίδιο το βάρος της ιστορίας, με τη ρητά πολιτική διάθεση να συνδυάζεται πάντοτε με την έντονη ειρωνεία.
Όλα αυτά
υπογραμμίζονταν και από ένα άλλο τολμηρό εύρημα, που ήταν να συμπληρώσει το
πολυσέλιδο ποίημα που έδωσε τον τίτλο της συλλογής με ένα ακόμη, με τον τίτλο
«Πατάρι», που έχει τη μορφή ημερολογιακών σημειώσεων σύγχρονων προς την περίοδο
επεξεργασίας του κυρίως ποιήματος, προσθέτοντας έτσι ένα δεύτερο επίπεδο
ανάγνωσης και σχολιασμού του ποιήματος.
Παρότι το Κλέφτικο σηματοδότησε
μια στροφή προς τη μεγάλη φόρμα τα Χαρτάκια του 2016 (εκδ.
Πανοπτικόν) έδειξαν το εκκρεμές να κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η
συλλογή αποτελείται από εξαιρετικά σύντομα και λιτά ποιήματα, ως να ήταν όντως
γραμμένα σε μικρά κομμάτια χαρτί, με διαφορετικές θεματικές, αλλά με
χαρακτηριστική πυκνότητα, σπαράγματα σκέψεων και στιγμών, ως να βιάζεται κανείς
να αποτυπώσει τη σκέψη πριν χαθεί για πάντα.
Στην Οδό
Ρόδων του 2018 (εκδ. Πανοπτικόν), ο Πρεβεδουράκης επιστρέφει σε πιο
μεγάλες συνθέσεις, αλλά και πολύ μεγάλους πειραματισμούς με τη φόρμα,
αξιοποιώντας όλο το οπλοστάσιο του ποιητικού μοντερνισμού, δοκιμάζοντας πάλι
ένα διάλογο με την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και τον Βύρωνα Λεοντάρη στον
καταληκτικό «Λαβύρινθο».
Στα μικρά ονόματα του 2020 (εκδ. Πανοπτικόν), η φόρμα ξαναγίνεται μικρή, όμως εδώ υπάρχει ένα στοιχείο που συνέχει την όλη σύνθεση: ο διάλογος με τον ποιητή Λάμπρο Σπυριούνη, στον οποίο άλλωστε είναι και αφιερωμένη η ποιητική συλλογή. Και εδώ το θραύσμα του προσωπικού βιώματος έρχεται συχνά να συναντήσει τον απόηχο της ιστορίας.
Στο Δίστομο (2025,
εκδ. Πανοπτικόν) η ιστορία δεν υπάρχει ως υπαινιγμός, αλλά ως διαρκή
υπενθύμιση. Ο ίδιος ο τίτλος είναι ευθεία αναφορά στη σφαγή του Διστόμου στις
10 Ιουνίου 1944, αλλά και όλο το ποίημα είναι χωροθετημένο από τις διαρκείς
αναφορές στους Ναζί και στο φασισμό, τα εγκλήματά τους, το δωσιλογισμό στην
Ελλάδα και όχι μόνο: το Οραντούρ στη Γαλλία, τόπος σφαγής 642 αμάχων, το
Λίντιτσε, το αρχηγείο της Γκεστάπο στην Αθήνα στην οδό Μέρλιν 6, ο Φον Γιοσμάς.
η Ελάτη, το Δομένικο και το Μεσοχώρι, η Δροσοπηγή, το Επτάλοφο, οι Βρύσες, ο
Χορτιάτης, το Κομμένο, τα Καλάβρυτα, η Κάνδανος.
Παρότι οι αναφορές του
Πρεβεδουράκη φαντάζουν ιδιαίτερα άμεσες, εντούτοις είναι σαφές ότι αυτό που
θέλει να υπογραμμίσει είναι ότι ο τρόπος που ο φασισμός, η βία της εξουσίας, ο
δωσιλογισμός, εξακολουθούν να επιβιώνουν, σε νέες μορφές ίσως, αλλά εξίσου βάναυσες:
«το βήμα μας κι ας μην το ξεχνάμε /
έχει κάτι από αυτό / της χήνας».
Ουσιαστικά, η ιστορία
είναι πάντα εδώ, ακριβώς γιατί αναπαράγονται οι συνθήκες που τη δημιούργησαν:
«απόψε είναι η νύχτα που θα βγουν απ’ τις ντουλάπες / οι περιβόητοι σκελετοί /
και μ’ αυτό εννοούμε πραγματικούς σκελετούς / δεν είναι ώρα για συμβολισμούς».
Το στίγμα το είχε
δώσει και ο ίδιος ο Πρεβεδουράκης σε μια συνέντευξη στα «Νέα» και τον Δημήτρη
Μανιάτη λίγο πριν την κυκλοφορία του Διστόμου: «Σε αυτό το βιβλίο με
απασχολεί η διάθλαση της βίας προς όλες τις κατευθύνσεις, ξεκινώντας από τα
τρύπια κρασοβάρελα του Διστόμου, τις εκκλησίες των Καλαβρύτων, του Λίντιτσε και
του Οραντούρ μέχρι τις σφαλιάρες που πέφτουν στα διαμερίσματα. Μπροστά στα παιδιά.
Οποιος υπέθεσε πως το ιστορικό ημερολόγιο της βίας θα επιδρούσε κατευναστικά,
συμμαζεύοντας κάπως τις ροπές μας, υπέθεσε λάθος. Θέλω να ψηλαφίσω αυτήν τη
συλλογική αμνησία, το πόσο ακαριαία ξεθωριάζει το ρίγος με πρόσχημα τη χρονική
και σωματική απόσταση από το ίδιο το γεγονός.»
Ταυτόχρονα, η τεχνική
του Πρεβεδουράκη εδώ κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Εάν στις
προηγούμενες συλλογές έβλεπε κανείς τη διαρκή ταλάντευση ανάμεσα στη μεγάλη
παράθεση στοιχείων και αναφορών, στις μεγάλες συνθέσεις, και τη μεγάλη
αφαίρεση, στις συλλογές που πατούσαν στη μικρή κλίμακα, εδώ φαίνεται να έχουμε
μια διαλεκτική σύνθεση. Μια τάση προς την αφαίρεση διατηρείται, όμως την ίδια
στιγμή οι αναφορές είναι ιδιαίτερα συγκεκριμένες, μαζί με μια εντυπωσιακή
ικανότητα για τον επιλογικό στίχο.
Αυτό του επιτρέπει να
χρησιμοποιεί και την ιστορία ως σημείο αναφοράς με έναν τρόπο που δεν είναι
απλώς νοσταλγία, αλλά περισσότερο υπογράμμιση προκλήσεων ενεργών, όπως όταν
χρησιμοποιεί ως αφετηρία την αντίσταση των Κρητικών στους Γερμανούς
αλεξιπτωτιστές: «στην Κρήτη / τους αντιμετώπισαν ως αγριόχορτα / πράγμα που
σημαίνει / με τσουγκράνα κυρίως και με κασμά / το πλέον ωστόσο σύνηθες / με
τσάπα».
Όμως, ο διάλογος με
την ιστορία δεν σημαίνει εμμονή σε αυτή. Το σήμερα εισβάλλει συχνά: «γωνία
Αραχώβης και Πρασσά / συνάντησα τον Νοστράδαμο / τηγάνιζε προσφυγάκια». Η
ιστορία γίνεται «ματωμένο μαδέρι» που διαρκώς βραχυκυκλώνει το παρελθόν και το
παρόν.
Το σχόλιο, όμως, του
Πρεβεδουράκη δεν είναι πρωτίστως ή κυρίως ιστορικό, παρότι κομμάτι της
στρατηγικής του, της επιμονης διασποράς χωρικών και χρονικών αναφορών είναι να
αντιπαλέψει τη διάχυτη τάση προς την ιστορική αμνησία. Τα επίπεδα αναφοράς του
ποιήματος είναι πολλαπλά και σε μεγάλο βαθμό παροντικά. Πάλι με την ίδια
αυστηρότητα απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα αλλά και με μια διαρκή
υπόμνηση ότι το νήμα του φασισμού και της βαναυσότητας παραμένει, αλλά και της
συναίνεσης στον αφανισμό, παραμένει με διαφορετικές μορφές ενεργό, αντίστοιχα
υπάρχει και το αίτημα της αντίστασης. Είτε με ένα όραμα αντιστροφής όπου οι
θύτες μπορεί να νιώσουν την εμπειρία του θύματος («τώρα ωστόσο ήρθε η δική σας
σειρά / να εισέλθετε τακτικά / και με πλήρη γνώση της χρησιμότητάς σας / στο
φούρνο, στο βαγόνι στην αίθουσα διαλογής / στη ντουζιέρα»), είτε με ένα όραμα
όπου κάποτε οι αντιστάσεις μπορεί και να δικαιωθούν (το ύψος των περιστάσεων
μας καλεί / να κρατηθούν τα κάρβουνα αναμμένα / μια μέρα θ’ ανταμώσουμε / στην
άλλη πλευρά της φωτιάς»).
Σε κάθε περίπτωση, ο Πρεβεδουράκης κάνει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα με αυτή την ποιητική συλλογή, υπογραμμίζοντας ότι η αναζήτηση μιας ποιητικής γλώσσας τωρινής, πυκνής, σύνθετης και μακριά από κάθε απλουστευτική σχηματικότητα, μπορεί να συνδυάζεται με την ικανότητα μια γραφής που όντως λέει κάτι καίριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου