Κυριακή 5 Ιουλίου 2020

Μετά την κρίση του Κοροναϊού- Άρθρο του συμπατριώτη μας Γιατρού και Συγγραφέα, Γιάννη Καστρίτη


Ύστερα από βδομάδες εγκλεισμού και περιορισμού της ελευθερίας μας σε ένα είδος παγκόσμιας πολιορκίας από έναν αόρατο εχθρό, η καθημερινότητά μας αρχίζει σταδιακά να επανέρχεται στην «κανονικότητα». Στη διάρκεια αυτής της πρωτόγνωρης περιόδου, οι περισσότεροι από εμάς καταφέραμε ενδεχομένως ν’αφιερώσουμε χρόνο σε οτιδήποτε είχαμε προηγουμένως παραμελήσει και ίσως ακόμα να επαναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές και τον τρόπο ζωής μας . Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι αν η εμπειρία αυτή θα μπορούσε να έχει κάποια μακροπρόθεσμη επίδραση στην πορεία μας μετά το διαφαινόμενο πέρας της κρίσης, όταν ο καθημερινός ρυθμός θ’αρχίσει και πάλι να επιταχύνεται. Σε επίπεδο κοινωνίας, παρουσιάζονται επίσης ορισμένες δυνατότητες αλλαγής πλεύσης. Παρακάτω, θα παραθέσουμε μερικές σκέψεις σχετικές με τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται στους καίριους τομείς της υγείας, της οικολογίας και της ενημέρωσης.
Πρώτα απ’όλα, αξίζει να αναγνωριστεί μια απρόσμενη θετική πλευρά της πανδημίας. Για πρώτη φορά, ύστερα από πολλές δεκαετίες, η αξία της ανθρώπινης ζωής αναγνωρίστηκε αυτόματα απ’όλους σχεδόν τους ιθύνοντες και ιεραρχήθηκε ψηλότερα από τα συνήθη κελεύσματα για άμεσα κέρδη. Η ανάλυση της κατάστασης σε όλη της την έκταση και το βάθος δεν αλλοιώθηκε από την χρήση των παραμορφωτικών γυαλιών της τεχνοκρατικής οικονομίας. 
Ο βαθμός προτεραιότητας που δίνει κάθε κυβέρνηση στο σύστημα υγείας της, είναι άλλωστε ενδεικτικός της αξίας που αποδίδει στη ζωή των πολιτών της. Είναι λυπηρό το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος μείωσε τις δαπάνες του για την υγεία κατά το ένα τρίτο από το 2009 και μετά. Ενδεικτικά, η Ελλάδα διέθετε επίσημα στην αρχή της κρίσης μόνο 6 κλίνες σε μονάδες εντατικής θεραπείας ανά 100,000 άτομα, επίδοση πολύ πιο κάτω απ’τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα τακτικά ανακοινωθέντα των συναδέλφων γιατρών που εργάζονται στα ελληνικά νοσοκομεία μας δίνουν μια ιδέα για το αίσθημα εγκατάλειψης των ζωτικών αυτών δομών από την πλευρά της πολιτείας. Ο καθένας έχει πιθανότατα προσωπική εμπειρία απ’ την παράλυση των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας, τις χρόνιες ελλείψεις και είναι κοινός τόπος η διαπίστωση ότι τα ιδρύματα αυτά συνεχίζουν να λειτουργούν κυρίως χάρη στην αυτοθυσία του προσωπικού τους. 
Παρ’όλα αυτά, στην παρούσα συγκυρία, προσφέρεται η ευκαιρία στις ελληνικές κυβερνήσεις ανεξαρτήτως χρώματος ν’ αυξήσουν την χρηματοδότηση για τη θωράκιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας.  Αυτό θα έπρεπε μάλιστα να συνιστά εθνικό στόχο κατά τη γνώμη μας. Η συχνά φειδωλή Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό την πίεση των εξαιρετικών περιστάσεων, φέρεται να έδωσε το πράσινο φως για μεγαλύτερες δαπάνες στον τομέα της υγείας. Αυτή τη φορά δεν υπάρχουν δικαιολογίες για προγράμματα λιτότητας. Το αυτονόητο, δηλαδή η πρόνοια του κράτους για την ίδια τη ζωή των πολιτών του, μπορεί τώρα να γίνει πραγματικότητα. Μόνο ιδιοτέλεια (για παράδειγμα σε σχέση με διαπλεκόμενα συμφέροντα σε ιδιωτικά νοσοκομεία) ή ανικανότητα θα μπορούσαν να δώσουν ικανοποιητική εξήγηση σε μια πιθανή αποτυχία βελτίωσης του υγειονομικού συστήματος. Ειρήσθω εν παρόδω, Έλληνες γιατροί, εκπαιδευμένοι ως επί το πλείστον σε πανεπιστήμια της χώρας, έχουν διασκορπιστεί σε νοσοκομεία του εξωτερικού και το ανθρώπινο αυτό κεφάλαιο είναι σε θέση να προσφέρει στη χώρα, μεταφέροντας εμπειρία από αντίστοιχα συστήματα που λειτουργούν εύρυθμα.  
Ο υπογράφων τυχαίνει να είναι ένα απ’τα μέλη της νέας αυτής ελληνικής διασποράς. Ζει κι εργάζεται εδώ και χρόνια στη Γενεύη της Ελβετίας αλλά με το βλέμμα διαρκώς στραμμένο στην Ελλάδα. Αναφορικά με τη διαχείριση της παρούσας κρίσης στις δύο χώρες, μία τουλάχιστον διαφορά είναι χτυπητή. Τα αναγκαία μέτρα που λήφθηκαν εδώ με την εμφάνιση της επιδημίας ήταν ιδιαίτερα απαιτητικά, όπως κι εκείνα στη χώρα μας. Το ελβετικό κράτος, όμως, αντιμετώπισε τους πολίτες του ως ώριμους συνεργάτες κι όχι ως υπηκόους, δείχνοντάς τους εμπιστοσύνη για την τήρησή τους. Οι Ελβετοί δεν ήταν υποχρεωμένοι, για παράδειγμα, να δίνουν αναφορά πριν βγουν απ’τα σπίτια τους κι ο ρόλος της αστυνομίας απέναντί τους ήταν περισσότερο ενημερωτικός παρά τιμωρητικός. Παρά την απουσία συνεχούς απειλής τιμωρίας, και παρά το γεγονός ότι η Ελβετία συνορεύει με τις πιο έντονα πληγείσες περιοχές της Ιταλίας και είχε αρχικά υψηλό αριθμό κρουσμάταν, τα συγκεκριμένα μετρα ήταν εξίσου αποτελεσματικά με εκείνα της Ελλάδας κι ο ρυθμός αύξησης του αριθμού των νοσούντων μειώθηκε γρηγορότερα απ΄ό,τι σε άλλες γειτονικές χώρες. Τα ήδη άρτια οργανωμένα ελβετικά νοσοκομεία μπόρεσαν εξάλλου ν’απορροφήσουν σχετικά ομαλά το κύμα των ασθενών χωρίς να φτάσουν σε σημείο να έχουν έλλειψη κρεβατιών. Δεν ζήσαμε τις δραματικές καταστάσεις του να πρέπει οι ιατρικές ομάδες να παίρνουν αποφάσεις ζωής και θανάτου για το ποιος θα μπορεί έχει πρόσβαση ή οχι σε αναπνευστήρα. 
Η αναζήτηση των αιτιών των διαφορών αυτών ξεπερνούν τους σκοπούς τους σύντομου αυτού άρθρου. Αξίζει να υπογραμμιστεί, όμως, ότι αυτή η μάλλον συντηρητική χώρα της κεντρικής Ευρώπης, με τη συχνή διεξαγωγή δημοψηφισμάτων, προσφέρει τη δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν ενεργά στα κοινά, δίνοντας τη δεσμευτική γνώμη τους επί των σημαντικότερων ζητημάτων, κάτι που δεν συμβαίνει στον τόπο όπου γεννήθηκε η δημοκρατία. Διευκρινίζουμε ότι σκοπός των παραπάνω παρατηρήσεων δεν είναι να κατακρίνουμε τους Έλληνες πολίτες, των οποίων η στάση ήταν άλλωστε υποδειγματική το τελευταίο διάστημα κι αναμφίβολα απέδωσε καρπούς. Θέλουμε απλώς να υπογραμμίσουμε το περιθώριο βελτίωσης των υπάρχουσων δομών, ιδιαίτερα δε όταν οι εκάστοτε κυβερνώντες έχουν την τάση να υιοθετούν πατερναλιστική στάση απέναντι στη βάση ενώ δίνουν συχνά πυκνά την εντύπωση ότι θεωρούν τον πλούτο της χώρας ιδιοκτησία τους και παρακάμπτουν οποιαδήποτε μορφή λογοδότησης και ελέγχου.  
Επιπρόσθετα, έχει γίνει πλέον φανερό σε όλους ότι η επιδημία δεν μπορεί να νικηθεί μόνο με μέτρα ασφαλείας και ο κατ’οίκον περιορισμός δεν μπορεί να είναι υποφερτός μακροπρόθεσμα, ούτε ηθικά ούτε ψυχικά, απ’ τα ευάλωτα άτομα. Το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού θα νοσήσει πιθανότατα ούτως ή άλλως και, εν αναμονή ενός εμβολίου ή μιας αποτελεσματικής φαρμακευτικής αγωγής, πολλοί είναι εκείνοι που θα χρειαστούν νοσηλεία σε κάποια μονάδα εντατικής θεραπείας. Είναι ευκταίο η ανάγκη στελέχωσης και κατάλληλης προετοιμασίας των νοσοκομείων να εισακουστεί έγκαιρα απ’όσους έχουν την ευθύνη της λήψης αποφάσεων.  
Η ενασχόλησή μας με ζητήματα δημόσιας υγείας δεν μπορεί να μην μας υπενθυμίσει ότι η μάχη σε εξέλιξη για να συγκρατηθεί ο αριθμός των θανάτων οφειλόμενων στον ιό έχει μεγάλη ομοιότητα με τη μάχη που, δυστυχώς, δεν έχει ακόμη δοθεί ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Η επιστημονική κοινότητα προειδοποιεί ότι μια διαφορετική καμπύλη, δυνάμει πολύ πιο θανατηφόρα, βρίσκεται επίσης σε συνεχή άνοδο και χρειάζεται επειγόντως επιπέδωση. Είναι εκείνη των θυμάτων που προκαλούνται εμμέσως από την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη μας από την ανθρωπογενή δραστηριότητα. Όσο νωρίτερα αναλάβουμε δράση, τόσο περισσότερο θα μειώσουμε τα θύματα μακροπρόθεσμα. Για την ώρα, μόνο κάτοικοι μακρινών νησιωτικών συμπλεγμάτων ή τριτοκοσμικών χωρών φαίνονται να επηρεάζονται άμεσα και διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι το ζήτημα δεν μας αφορά (όπως και όταν διαβάζαμε για την εξάπλωση του κορονοϊού στην Ασία μόλις πριν λίγους μήνες). 
Με την οικονομία να έχει σχεδόν σταματήσει μετά το Μάρτιο, επιφανείς οικονομολόγοι προτείνουν μια επανεκκίνηση με μία νέα πράσινη συμφωνία, δηλαδή μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ικανές να δημιουργήσουν χιλιάδες θέσεις εργασίας στο πλαίσιο ενός διαφορετικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις της ανθρώπινης παρέμβασης στο περιβάλλον. Είναι αυτονόητο ότι μονάχα η ενεργή πίεση και δράση των πολιτών είναι σε θέση να απαιτήσει, και να δημιουργήσει, λύσεις με έναν τέτοιο προσανατολισμό. Ένας αισιόδοξος παρατηρητής θα διέβλεπε μια ιστορική ευκαιρία για τη συνήθως άτολμη Ευρώπη να προτείνει ένα εναλλακτικό μοντέλο σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο όξυνσης των γεωστρατηγικών ανταγωνισμών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων (κυρίως ΗΠΑ και Κίνας), καθώς και μιας τάσης επανόδου αυταρχικών κυβερνήσεων που αμφισβητούν ανοιχτά την ίδια την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής. 
Όπως αναδεικνύεται από την ανάγκη ανάπτυξης παγκόσμιας στρατηγικής για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ο απομονωτισμός και το στενά εθνικό συμφέρον δεν είναι η απάντηση απέναντι στα σύγχρονα πλανητικά προβλήματα. Η πρότερη στάση του όλοι εναντίον όλων σε επίπεδο κρατών, επιχειρήσεων αλλά και ατόμων, έχει αποδείξει τα όριά της. Για να το πούμε πιο απλά, είτε όλοι μαζί θα γίνουμε μέρος της λύσης, είτε όλοι μαζί θα βουλιάξουμε.
Θα αναρωτηθεί κανείς σε τι αφορά τους κατοίκους της Ελλάδας, αυτής της περιφερειακής ευρωπαϊκής χώρας, η συζήτηση για τη λήψη αποφάσεων και τη χάραξη πολιτικών σε κεντρικό επίπεδο. Κι όμως, όσο κι αν μια δεκαετία άγονων διαπραγματεύσεων για το ζήτημα του χρέους προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, οι Έλληνες πολίτες δεν είναι λιγότερο Ευρωπαίοι απ’ τους υπόλοιπους. Eγχειρήματα σε τοπικό, τουλάχιστον, επίπεδο έχουν ρεαλιστικές πιθανότητες να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση με πολλαπλά οφέλη για τον πληθυσμό σε βάθος χρόνου.  Η περιοχή μας συγκεκριμένα θα μπορούσε ν’ αντλήσει έμπνευση από πρωτοβουλίες όπως εκείνης του Άμστερνταμ : η διοίκηση της πόλης δεσμεύτηκε τον περασμένο μήνα να δώσει απόλυτη προτεραιότητα στις βασικές ανάγκες των πολιτών της (διατροφή, εκπαίδευση, υγεία) μετά την πανδημία, κι αυτό σε συνδυασμό με την ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση για το οικοσύστημα. Αντίθετα, το κεντρικό πολιτικό σχέδιο της χώρας μας στην παρούσα συγκυρία παραμένει επιεικώς ανεπαρκές όσον αφορά την οικολογική του πτυχή. Δείγμα γραφής συνιστά το πρόσφατα ψηφισθέν «περιβαλλοντικό» νομοσχέδιο που κατακρίνεται από σύσσωμες περιβαλλοντικές οργανώσεις και θεσμούς, οι εισηγήσεις των οποίων αγνοήθηκαν. 
Πριν κλείσουμε, αξίζει ν’αναφερθούμε σε ένα ζήτημα εξίσου σημαντικό με τα προαναφερθέντα, εκείνο της παραπληροφόρησης. Ενώ είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι αιτίες  της μετάδοσης του νέου κορονοϊού από τα ζώα στον άνθρωπο σχετίζονται κυρίως με τη ραγδαία αποψίλωση των δασών και γενικότερα την ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση, την ίδια ώρα βομβαρδιζόμαστε με λαϊκιστικά μηνύματα και ψευδείς ειδήσεις για την προέλευσή του, προερχόμενα από ποικίλες κατευθύνσεις. Σε χώρες όπου τα μέσα ενημέρωσης έχουν κατορθώσει να διατηρήσουν μια σχετική αξιοπιστία, διαθέτουν ακόμη την ευχέρεια να παίξουν ρόλο πυροσβέστη απέναντι στην ανάπτυξη δυνητικά επικίνδυνων φαινομένων. Παρά το γεγονός ότι η προοδευτική απώλεια της ανεξαρτησίας των μίντια αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, στην Ελλάδα η κατάσταση έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο σε δυτικό δημοκρατικό κράτος (κι αυτό επηρεάζει δυστυχώς την αξιοπιστία των παρεχόμενων πληροφοριών όχι μόνο στους τομείς που σχετίζονται με την υγειονομική κρίση). Ως αποτέλεσμα, στα αρχικά στάδια της πανδημίας φάνηκε δύσκολο για πολλούς συμπολίτες μας να πάρουν στα σοβαρά τον επίσημο δημοσιογραφικό λόγο, ακόμη κι όταν, μάλλον κατ’ εξαίρεση, αναπαρήγαγε αντικειμενικά δεδομένα σχετικά με τον κορονοϊό, παραπέμποντας στο παραμύθι του Πέτρου και του λύκου. 
Η δημοσιογραφία, όταν ασκείται σύμφωνα με τους δεοντολογικούς της κανόνες, μπορεί ν’αποτελεί λειτούργημα. Ο τύπος δεν χαρακτηρίζεται τυχαία εξάλλου ως τέταρτη εξουσία. ΄Οταν όμως τα κυρίαρχα ελληνικά μέσα ενημέρωσης μετατρέπονται καταφανώς σε έρμαια της διαπλοκής, καταλήγουμε σε μια καρικατούρα ενημέρωσης που προσβάλλει τη νοημοσύνη του μέσου πολίτη. Ευτυχώς υπάρχουν ορισμένα μέσα, συνήθως μικρού μεγέθους και απήχησης, που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους έντιμα και ανεξάρτητα. Η λήψη ορθών αποφάσεων απ’τις εκάστοτε κοινωνίες είναι πρακτικά αδύνατη χωρίς την έγκυρη πληροφόρηση των πολιτών τους. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, η δημιουργία αυτόνομων, μη ελεγχόμενων, δικτύων ενημέρωσης είναι ίσως πιο επείγουσα από ποτέ. 
Όπως όλες οι μεγάλες κρίσεις στην πορεία των χρόνων, έτσι και η κρίση του κοροναϊού προσφέρει μια ευκαιρία η πρότερη κατάσταση είτε να επανέλθει δριμύτερη, με ακόμη εντονότερα αρνητικά χαρακτηριστικά, είτε να βελτιωθεί αισθητά. Η κατεύθυνση που θα πάρει η ιστορία θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα των πολιτών να ενημερωθούν σωστά αλλά κι απ’ την ισχύ της θέλησής τους να οργανωθούν, να απαιτήσουν και να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες αλλαγές που θα διασφαλίζουν το γενικό συμφέρον. 

Γιάννης Καστρίτης
Γιατρός και συγγραφέας από το Δίστομο.
Ζει και εργάζεται στη Γενεύη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: