Στις 3 Σεπτεμβρίου, το Γ’ Πολιτικό Τμήμα του ιταλικού Αρείου
Πάγου εξέδωσε την 21995/2019 απόφαση, με την οποίαν απέρριψε οριστικά την
προσφυγή της ημικρατικής εταιρίας των γερμανικών σιδηροδρόμων «Deutsche Bahn AG»
κατά της αγωγής των θυμάτων του μαρτυρικού Διστόμου.
Αναλυτικότερα, στο πλαίσιο της δίκης αυτής, η γερμανική
εταιρία αποπειράθηκε να παρακωλύσει τον αγώνα των Διστομιτών για δικαίωση και
αποζημίωση, καθυστερώντας την αναγκαστική εκτέλεση εναντίον περιουσιακών της
στοιχείων που βρίσκονται εντός της ιταλικής επικράτειας. Για την ιστορία, ας
αναφέρουμε ότι, μετά από πολυετή δικαστικό αγώνα, τα θύματα της μαζικής
θηριωδίας του Διστόμου έχουν εδώ και δεκαεννέα χρόνια επιτύχει την αμετάκλητη
επιδίκαση επανόρθωσης (Πολ. Πρωτ/κείο Λιβαδειάς 137/1997 και Ολομέλεια ΑΠ
11/2000) για τα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που
διέπραξαν οι δυνάμεις του Γ’ Ράιχ τον Ιούνιο του 1944.
Εξάλλου, η άδεια αυτή εκδίδεται κατ’ απόλυτη διακριτική
ευχέρεια, ενώ τυχόν άρνηση του Υπουργού να προβεί στη χορήγησή της δεν μπορεί
να ελεγχθεί ακυρωτικά από τη διοικητική δικαιοσύνη. Έτσι, τα θύματα της Σφαγής
του Διστόμου, όπως και των εκατοντάδων μαρτυρικών πόλεων – κοινοτήτων της
πατρίδας μας, αναγκάζονται να στραφούν σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, προκειμένου
να διεκδικήσουν το αυτονόητο δικαίωμά τους σε αποκατάσταση, επανόρθωση και
δικαίωση. Στο σημείο αυτό, η ιταλική δικαιοσύνη, χάρη στη γενναία και νομικά
άρτια απόφαση του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου 238/2014, έχει αποδειχτεί
πρωτοπόρα.
Πριν από λίγες μέρες ο ιταλικός Άρειος Πάγος, κτίζοντας
ακριβώς πάνω στη νομολογία του ιταλικού Συνταγματικού Δικαστηρίου σύμφωνα με
την οποία η Γερμανία δεν μπορεί να επικαλείται το προνόμιο της ετεροδικίας για
να καταργεί, ουσιαστικά, το αναφαίρετο δικαίωμα προσφυγής των πολιτών στο
φυσικό τους δικαστή, έκρινε ότι το ζήτημα της γερμανικής ετεροδικίας έχει
οριστικά ρυθμιστεί στο πλαίσιο της απόφασης 238/2014, όλα δε τα δικαιοδοτικά
όργανα της Ιταλίας υποχρεούνται να σεβαστούν απαρέγκλιτα την ως άνω δικαστική
απόφαση.
Στη βάση, λοιπόν, αυτού του σκεπτικού, η προσφυγή της
γερμανικής εταιρίας σιδηροδρόμων απορρίφθηκε, ενώ τα θύματα της
Σφαγής του Διστόμου βρίσκονται σήμερα ένα βήμα πιο κοντά για να γράψουν τα ίδια
τον επίλογο στην αιματοβαμμένη ιστορία των φρικαλεοτήτων που υπέστησαν.
Είναι φανερό πως, εάν η Ελληνική Πολιτεία επιθυμεί να
παραμείνει προσηλωμένη στις αρχές του Κράτους Δικαίου και τα τηρήσει τις
υποχρεώσεις που απορρέουν τόσο από το κοινωνικό συμβόλαιο που αποτυπώθηκε στο
Σύνταγμα του 1975 (ιδίως δε στο άρθρο 20§1) όσο και από το Δίκαιο των
Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τότε η κατάργηση του άρθρου 923 ΚΠολΔ συνιστά όχι απλά
αναγκαία συνθήκη, αλλά από καιρού ώριμη και επιτακτική αναγκαιότητα. Εξάλλου,
μια τέτοια πράξη θα υλοποιήσει και την αντίστοιχη πρόταση της Έκθεσης της
Διακομματικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Οφειλές (Ιούλιος
2016), όπως επικυρώθηκε από την Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων (17η Απριλίου
2019). Δεν πρέπει, μάλιστα, να ξεχνούμε ότι ο τότε πρωθυπουργός (ήδη αρχηγός
της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας είχε
διακηρύξει από το βήμα της Ολομέλειας ότι, στην περίπτωση που η ομοσπονδιακή
γερμανική κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί στην ελληνική πρόσκληση για διαπραγμάτευση
(η οποία και έλαβε χώρα επισήμως από και δια της ρηματικής διακοίνωσης της 4ης Ιουνίου
2019 που μέχρι σήμερα έχει μείνει αναπάντητη), η κυβέρνηση έχει τον τρόπο να
διασφαλίσει τα δικαιώματα των θυμάτων, υπονοώντας προφανέστατα τη νομοθετική
κατάργηση της Μεταξικής διάταξης του άρθρου 923 ΚΠολΔ.
Σήμερα, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά τη ναζιστική θηριωδία
στο Δίστομο και ενώ η γερμανική πλευρά εξακολουθεί, παρά την πανθομολογούμενη
ιστορική, ηθική και νομική της ευθύνη, να κρύβεται πίσω από νομικισμούς που
διαμορφώθηκαν την εποχή που οι ελέω θεού μονάρχες μπορούσαν ατιμωρητί να
προβαίνουν σε κάθε είδους θηριωδία, είναι κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη η
συντονισμένη και δικαιοκρατικά προσανατολισμένη απάντηση της ελληνικής πλευράς.
Στο πλαίσιο αυτής ακριβώς της απάντησης, αιχμή του δόρατος πρέπει να αποτελέσει
η αποδέσμευση των θυμάτων από τους περιορισμούς του άρθρου 923 ΚΠολΔ, που καθιστά τους
δικαιούχους αξιώσεων αναγνωρισμένων με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις έρμαια
μιας πολιτικής διελκυστίνδας, η οποία υπακούει μονάχα στο δίκαιο της πυγμής και
του αμοραλισμού της realpolitik.
Συνεπώς, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να παρακάμψει το
προνόμιο της ετεροδικίας (εν προκειμένω της ασυλίας αναγκαστικής εκτέλεσης) της
Γερμανίας, καταργώντας τη διάταξη της Μεταξικής δικτατορίας. Θυμίζουμε,
άλλωστε, ότι ήδη από τη δεκαετία του ’60, ο ΟΗΕ με ψηφίσματά του έχει ταχθεί
σταθερά κατά της παραγραφής εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας. Έτσι, αξιώσεις
απαράγραπτες και αμετάκλητα αναγνωρισμένες δεν μπορούν να ακυρώνονται στην
ουσία τους για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, προκύπτει
όχι μόνο ηθική αλλά και νομική ευθύνη για τη χώρα μας, λόγω
παραβίασης του δικαιώματος των θυμάτων σε αποτελεσματική έννομη προστασία.
Η ειρωνεία της Ιστορίας, λοιπόν, είναι ότι τα θύματα των
ναζιστικών στρατευμάτων αναζητούν και βρίσκουν το δίκαιό τους σε μια χώρα που
οι υπό φασιστική διοίκηση ένοπλες δυνάμεις της, την περίοδο του Β’ Παγκόσμιου
Πολέμου, διέπραξαν επίσης εγκλήματα εις βάρος Ελλήνων αμάχων.
– Μηταφίδης
Τριαντάφυλλος, Τζαμακλής Χάρης, Θηβαίος Νίκος
Ο εμπειρογνώμονας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης
των Γερμανικών Οφειλών
– Δημήτριος Κούρτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου