Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Ένα… «βρωμόσκυλο» που το έλεγαν Ελπίδα

Πηγή/Αναδημοσίευση: toocute
Ένα δυνατό και συγκινητικό διήγημα που λέει μόνο αλήθειες, όσο πικρές κι αν είναι, έγραψε από καρδιάς κι έστειλε στις «Ιστορίες Αδέσποτων» ο Αλέξανδρος Παράσχης, θετικός εκπαιδευτής σκύλων και εκπαιδευτής στη Σχολή Σκύλων - Οδηγών «Λάρα». 
Ένα διήγημα αφιερωμένο στη μνήμη της Diamond που ήταν πιστοποιημένος σκύλος - οδηγός τυφλών της Σχολής «Λάρα» και βρήκε τραγικό θάνατο στις 22 Ιανουαρίου 2017 όταν κατανάλωσε δηλητηριασμένη τροφή που κάποιος υπάνθρωπος πέταξε στην αυλή του σπιτιού της στο Μαραθώνα Αττικής.
Ο κος Γιάννης κάθεται κουλουριασμένος στο κελί του αγκαλιάζοντας τα γόνατά του.
Κρυώνει. Τα κόκαλά του πονάνε.  Είναι και 65 χρονών.
Πονάει το σώμα σ’ αυτή την ηλικία. 
Το κεφάλι του πάει να σπάσει.
«Πώς βρέθηκα εγώ έτσι μπλεγμένος;» αναρωτιέται. 
«Και αυτό το βρωμόσκυλο δε λέει να πάρει τα μάτια του από πάνω μου!
Ααχ και να ήμουν έξω, θα σε περιποιόμουν κι εσένα».
Ο κος Γιάννης είχε συλληφθεί για δηλητηρίαση σκύλου. 
Το είχε κάνει πολλές φορές. 
Την τελευταία όμως κάποιος τον είδε ...
Ο δικαστής αποφάνθηκε:
«Κατηγορούμενε καταδικάζεσαι σε 6 μήνες φυλάκιση. 
Στο κελί σου θα έχεις υπ' ευθύνη σου ένα σκύλο. 
Σαν αυτά που σκότωσες.  Θα τον φροντίζεις, θα τον ταΐζεις και θα τον προαυλίζεις.  
Αν συμβεί οτιδήποτε στο σκύλο η ποινή σου θα τριπλασιαστεί ...».
Ο κος Γιάννης δεν είναι κακός άνθρωπος. Απλά δεν μπορεί καθόλου τα σκυλιά. 
Τα σιχαίνεται και δεν μπορεί να σκέφτεται ότι εκεί που παίζουν τα εγγονάκια του έχει ακαθαρσίες σκύλων. 
Αν έριχνε λιγάκι δηλητήριο, σκεφτόταν, ίσως πεθάνουν κάνα δυο αλλά μετά δεν θα έρχονται άλλα εδώ που παίζουν τα παιδιά.
«Έτσι κ αλλιώς σιγά, σκυλιά είναι».  
Θυμάται τον παππού του να λέει καθώς σκότωνε τον σκύλο του γείτονα, τον Μένιο, γιατί του έτρωγε τις κότες. 
«Άσε που είναι όλο αρρώστιες και μες την βρώμα».
Τις σκέψεις του διακόπτει ο θόρυβος από την πόρτα του κελιού. 
Ανοίγει, μπαίνει ο φύλακας, αφήνει μια κονσέρβα σκύλου και φεύγει χωρίς να μιλήσει. 
«Αυτό μου έλειπε» σκέφτεται ο κος Γιάννης.
«Τώρα πρέπει να του βάλω και να φάει. 
Πρέπει όμως αν θέλω να βγω στην ώρα μου. 
Πρέπει. 
Το κωλόσκυλο».
Βλαστημάει μέσα από τα δόντια του.
«Μα πως με κοιτάει έτσι! 
Δε λέει να πάρει τα μάτια του από πάνω μου. 
Του τρέχουν και τα σάλια. 
Ανάθεμά σε βρωμόσκυλο».
Ο κος Γιάννης ανοίγει την κονσέρβα και με βαριά καρδιά βάζει το φαί στο πιάτο του σκύλου.
«Τι με κοιτάς ρε μούλε;».
Φωνάζει στον σκύλο που τον κοιτάει λιγωμένος. 
«Φάε που να σε πάρει ο διάολος».
Ο σκύλος πλησιάζει διστακτικά στο πιάτο με το φαγητό ενώ ο κος Γιάννης από την άλλη άκρη του κελιού τον κοιτάει αηδιασμένος. 
Ο σκύλος τρώει όλο του το φαί σαν να είχε να φάει μέρες, ενώ ρίχνει κλεφτές ματιές στον κο Γιάννη.
«Τουλάχιστον δεν θα πάει από πείνα».
Μόλις τελειώνει ο σκύλος το φαί του πλησιάζει τον κο Γιάννη κουνώντας την μύτη του συνέχεια μυρίζοντας τον αέρα γύρω από τον κο Γιάννη. 
Είναι περίεργος. Θέλει να δει ποιος είναι αυτός που τον τάισε. 
Πλησιάζει κ άλλο κουνώντας την ουρίτσα του. 
Μια στριγκλιά κι ένα σπαρακτικό κλάμα ακούγεται από τον σκύλο, ο οποίος φεύγει μακριά από τον κο Γιάννη φοβισμένος και κουλουριάζεται κλαψουρίζοντας στην άλλη γωνιά του κελιού. 
Δεν περνάει ένα λεπτό και ανοίγει η πόρτα του κελιού.
«Κρατούμενε θα κάνω αναφορά και η ποινή σου θα αυξηθεί τουλάχιστον ένα μήνα» λέει ο φύλακας που άκουσε τα κλάματα του σκύλου και κατάλαβε τι είχε γίνει.
«Σκατά!!!» λέει ο κος Γιάννης από μέσα του.
«Το βρωμόσκυλο».
Ο καιρός  περνάει. 
Κάθε μέρα ο κος Γιάννης ταΐζει τον σκύλο και τον βγάζει στο προαύλιο. 
Δεν του έφταναν όμως αυτά, πρέπει να μαζεύει και τις ακαθαρσίες του σκύλου. 
Να τον περιμένει κάθε φορά να βρει το μέρος της αρεσκείας του. 
Και εκεί που νομίζει ο κος Γιάννης ότι το έχει βρει και ετοιμάζει το σακουλάκι στο χέρι σαν γάντι, ο σκύλος τελευταία στιγμή να αλλάζει γνώμη. 
Άλλες πάλι φορές δεν του φτάνει του σκύλου ένα σημείο μόνο και ο κος Γιάννης τον ακολουθεί και μαζεύει λίγα από εδώ και λίγα από εκεί βρίζοντας μια τον σκύλο, μια τον δικαστή που τον φανταζόταν να γελάει με την κατάντια του...
       
Μέσα στο κελί ο σκύλος πολλές φορές έρχεται κοντά στον κο Γιάννη. 
Για να φύγει τρέχοντας μετά από κάποια απότομη χειρονομία του κου Γιάννη.
Κάθε πρωί που ξυπνάει τον βρίσκει να κοιμάται δίπλα στο κρεβάτι του και αμέσως αρχίζει τις φωνές. 
Ενίοτε ανοίγει η πόρτα του κελιού αν έχει φωνάξει δυνατά ο κος Γιάννης και εμφανίζεται ο φύλακας.
«Κρατούμενε θες να αυξηθεί κ άλλο η ποινή σου;».  
Είναι η συνήθης ερώτηση που του απευθύνει.
Αυτή είναι η καθημερινότητα του κου Γιάννη και του σκύλου.
Μια μέρα ο κος Γιάννης μέσα στο κελί απορροφημένος στις σκέψεις του σκουντουφλάει στο πιάτο του σκύλου και χάνει την ισορροπία του. 
Στην προσπάθεια του να παραμείνει όρθιος πατάει κατά λάθος τον σκύλο. Ακούγοντας το κλάμα του σκύλου ο φύλακας ανοίγει την πόρτα του κελιού και μπαίνει μέσα φωνάζοντας θυμωμένος νομίζοντας ότι ο κος Γιάννης χτύπησε πάλι τον σκύλο.
Πριν προλάβει ο κος Γιάννης να του εξηγήσει τι έγινε, ο σκύλος έχει μπει ανάμεσα σε αυτόν και τον φύλακα και δείχνει τα δόντια του στον φύλακα. 
«Μάλιστα» λέει ο φύλακας έκπληκτος. 
«Τα χτυπάμε, τους φωνάζουμε, τα βασανίζουμε και αυτά εκεί, πιστά ακόμα και στους πιο άθλιους» συλλογίζεται καθώς βγαίνει από το κελί χωρίς να πει τίποτα άλλο.
Το τελευταίο περιστατικό μαλάκωσε τον κο Γιάννη απέναντι στον σκύλο.
Τώρα πια τον αφήνει να τον πλησιάζει. 
Ακόμα και από το φαγητό του τού δίνει μερικές φορές. 
Τώρα είναι ο κος Γιάννης που τον παρατηρεί. 
Τα μεγάλα του μάτια μοιάζουν με ανθρώπου. 
Έχουν μια θλίψη μέσα τους. Το βλέμμα του σκύλου είναι βαρύ, ήρεμο. 
Τώρα όποτε τον κοιτάει ο σκύλος με αυτό το ύφος ο κος Γιάννης βουλιάζει στις τύψεις του. 
Κυλάνε οι μέρες και τώρα πια ο σκύλος είναι συνέχεια δίπλα στον κο Γιάννη χωρίς να ενοχλείται αυτός. Είναι αχώριστοι.
Δεν τον έχει χαϊδέψει ποτέ ούτε του έχει γλυκομιλήσει. Ακόμα τον βρίζει. 
Αλλά ο τόνος της φωνής του όταν τον βρίζει είναι σαν να του λέει γλυκόλογα.
Έχει αρχίσει και μαλακώνει...
Του έκανε πολύ εντύπωση του κου Γιάννη όταν μια μέρα όπως έβαλε το φαί του σκύλου αυτός δεν σηκώθηκε να φάει. Ούτε τα σάλια του έτρεχαν.
«Περίεργο» σκέφτηκε.
Το βράδυ έγινε πάλι το ίδιο. 
Τότε ο κος Γιάννης φώναξε τον φύλακα.  
«Δεν δείχνει καλά ο σκύλος.
Δεν τρώει το φαί του και είναι υποτονικός όλη μέρα. 
Δεν του έχω κάνει τίποτα,  μην το φορτώσετε σ' εμένα!» πρόσθεσε για να κρύψει την ανησυχία του.
Ο φύλακας κοιτάζει τον κο Γιάννη καχύποπτα για αρκετή ώρα σαν να περιμένει κάτι ακόμα να του πει.
«Θα τον πάρουμε για εξετάσεις στον κτηνίατρο κρατούμενε» είπε τελικά.
«Θα σαπίσεις εδώ μέσα αν αποδειχθεί ότι έχεις κάποια ευθύνη εσύ...».  
Ο κος Γιάννης μόνος πια στο κελί δεν μπορεί να κοιμηθεί. Το στομάχι του είναι σφιγμένο. Όλο γυρνάει και ψάχνει τον σκύλο νομίζοντας ότι είναι δίπλα από το κρεβάτι του. Μετά βλέπει το κενό και το σφίξιμο στο στομάχι χειροτερεύει.
Την επομένη αφού δεν τον ενημέρωσε κανείς φώναξε τον δεσμοφύλακα να τον ρωτήσει. 
«Γιατί ρωτάς κρατούμενε; Έχεις κάνει καμιά βλακεία;» τον ρώτησε αυστηρά ο φύλακας. 
Ο κος Γιάννης δε μίλησε. Ντρεπόταν να παραδεχτεί ότι ανησυχούσε για τον σκύλο.
«Δεν θα βγεις ποτέ από δω μέσα  αν έχεις κάνει εσύ τίποτα» συμπλήρωσε ο φύλακας. 
Καιρό είχε να ανησυχήσει για κάποιον τόσο πολύ ο κος Γιάννης.
«Μα τι έπαθα;» αναρωτήθηκε.
«Ένας σκύλος είναι. Ένα παλιόσκυλο».  
Αμέσως τον έπιασε πάλι το σφίξιμο στο στομάχι του.
Ο σκύλος δεν ήρθε ούτε την επόμενη, ούτε την μεθεπόμενη. 
Ο κος Γιάννης ντρεπόταν να ρωτήσει.
Το επόμενο πρωί όμως ανοίγει η πόρτα του κελιού και μπαίνει ο φύλακας.
«Κρατούμενε είσαι  τυχερός».
Στο άκουσμα αυτής της φράσης ο κος Γιάννης χαμογέλασε τόσο που φάνηκαν όσα δόντια του είχαν απομείνει.
«Δεν θα έχεις πια σκύλο στο κελί σου. 
Θα εκτίσεις την ποινή σου μόνος. 
Πέθανε χτες το βράδυ. 
Ο κτηνίατρος είπε ότι δεν έχεις καμία ευθύνη, ήταν άρρωστος».
Το χαμόγελο του κου Γιάννη πάγωσε και τώρα έμοιαζε με προσωπείο αρχαίας τραγωδίας. 
Με υπεράνθρωπες προσπάθειες κατάφερε να μείνει όρθιος και να μην σωριαστεί.
«Στάσου» φωνάζει ο κος Γιάννης στον φύλακα την ώρα που φεύγει.
Γυρίζοντας ο φύλακας βλέπει τα μάτια του κου Γιάννη βουρκωμένα.
«Πώς τον έλεγαν;
Τον σκύλο πως τον έλεγαν;».  
Ο φύλακας πήρε μια βαθειά ανάσα, ενώ κοίταγε τα δάκρυα στο πρόσωπο του κου Γιάννη. 
«Την έλεγαν...! 
 Ελπίδα».  
Ο κος Γιάννης χαμήλωσε το βλέμμα του προσπαθώντας να κρύψει τα δάκρυά του…

Δεν υπάρχουν σχόλια: