Πηγή/Αναδημοσίευση: Το Βήμα
θα απαιτηθούν μερικοί μήνες για να διερευνηθεί όλο το αρχειακό υλικό
Δεν
προέρχονται από ελληνικά μουσεία και αποθήκες οι ελληνικές
αρχαιότητες που πωλούνται μέσω διαδικτύου στη Γερμανία, διαβεβαιώνει
με ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού, διαψεύδοντας
σχετικές πληροφορίες, που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. « Από την έρευνα στο
αρχείο κλαπέντων πολιτιστικών αγαθών, το οποίο τηρείται στην αρμόδια
διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού, δεν προκύπτει ότι τα
συγκεκριμένα αρχαία έχουν κλαπεί από ελληνικά μουσεία ή αρχαιολογικές
αποθήκες», αναφέρεται συγκεκριμένα.
Πέραν αυτού όμως, μερικοί μήνες θα απαιτηθούν ακόμη προκειμένου η Αρχαιολογική Υπηρεσία διερευνήσει το σύνολο του αρχειακού υλικού του Ιστορικού Αρχείου της ώστε να καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα για τον αριθμό και το είδος των αρχαίων αντικειμένων που εκλάπησαν κατά τη διάρκεια της Γερμανο- ιταλικής Κατοχής από ελληνικά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.
Αυτό αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση, την οποία αναγκάστηκε να εκδώσει η ηγεσία της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού ύστερα από τις πολλές καταγγελίες και απόψεις που έχουν διατυπωθεί εσχάτως για το θέμα της διεκδίκησης των διαρπαγέντων αρχαιοτήτων. Εκείνο που δεν αναφέρεται είναι, γιατί ενώ έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια από τη λήξη του πολέμου, το ελληνικό κράτος και συγκεκριμένα το υπουργείο Πολιτισμού από τότε που συστάθηκε, δεν έχουν διερευνήσει διεξοδικά το σοβαρό αυτό ζήτημα.
Το συγκεκριμένο έργο άρχισε τον Φεβρουάριο του 2013 όταν ζητήθηκε από όλες τις Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων να καταγράψουν ποιες αρχαιότητες εξήχθησαν από την Ελλάδα στην διάρκεια της Κατοχής και ποιες εξ αυτών έχουν επαναπατρισθεί. Στον έλεγχο αυτό _ να σημειωθεί _ εντάσσονται για πρώτη φορά βυζαντινές και μεταβυζαντινές αρχαιότητες, οι κλοπές των οποίων ελάχιστα ή καθόλου είχαν ως τώρα καταμετρηθεί. Και πράγματι από την έρευνα που γίνεται έχουν διαπιστωθεί συγκεκριμένες καταστροφές και αρπαγές βυζαντινών και μεταβυζαντινών αντικειμένων.
Στο μεταξύ η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ολοκληρώνει τις διαδικασίες για τον επαναπατρισμό αρχαιολογικού υλικού, που εξήχθη παρανόμως από την Ελλάδα, επίσης στην διάρκεια της Κατοχής. Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες όστρακα της Νεολιθικής εποχής προερχόμενα από παράνομες ανασκαφές σε νεολιθικό οικισμό της Θεσσαλίας, που έγινε από Γερμανούς. Το γεγονός ανακοίνωσε το 2010 ο ίδιος ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου Pfahlbaumuseum στο οποίο βρίσκονται και έτσι άρχισε η διαδικασία για την επιστροφή τους.
Οπως είναι γνωστό πάντως, σχετικά με τα αρχαία που εξήχθησαν παράνομα από την Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής 1940 – 1945, οι παράνομες ανασκαφές και οι κάθε είδους καταστροφές πολιτιστικών αγαθών αυτής της περιόδου έχουν καταγραφεί σε ειδικό τόμο με τον τίτλο « Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» (Αθήνα 1946).
Για την επιστροφή τους είχαν μεταβεί μεταπολεμικώς στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία πολλοί έλληνες αρχαιολόγοι, αλλά ο ακριβής αριθμός και η ταυτότητα αυτών που επαναπατρίσθηκαν δεν είναι γνωστά.
Σήμερα οποιαδήποτε διεκδίκηση αρχαιοτήτων πρέπει να υπακούει στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και πρώτα απ΄ όλα πρέπει να υπάρχει λεπτομερής, επιστημονική τεκμηρίωση κάθε αντικειμένου _φωτογραφίες, περιγραφές ακόμη και σχέδια_ ώστε να καταστεί δυνατός ο επαναπατρισμός του.
Πέραν αυτού όμως, μερικοί μήνες θα απαιτηθούν ακόμη προκειμένου η Αρχαιολογική Υπηρεσία διερευνήσει το σύνολο του αρχειακού υλικού του Ιστορικού Αρχείου της ώστε να καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα για τον αριθμό και το είδος των αρχαίων αντικειμένων που εκλάπησαν κατά τη διάρκεια της Γερμανο- ιταλικής Κατοχής από ελληνικά μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.
Αυτό αναφέρεται στην ίδια ανακοίνωση, την οποία αναγκάστηκε να εκδώσει η ηγεσία της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού ύστερα από τις πολλές καταγγελίες και απόψεις που έχουν διατυπωθεί εσχάτως για το θέμα της διεκδίκησης των διαρπαγέντων αρχαιοτήτων. Εκείνο που δεν αναφέρεται είναι, γιατί ενώ έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια από τη λήξη του πολέμου, το ελληνικό κράτος και συγκεκριμένα το υπουργείο Πολιτισμού από τότε που συστάθηκε, δεν έχουν διερευνήσει διεξοδικά το σοβαρό αυτό ζήτημα.
Το συγκεκριμένο έργο άρχισε τον Φεβρουάριο του 2013 όταν ζητήθηκε από όλες τις Υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων να καταγράψουν ποιες αρχαιότητες εξήχθησαν από την Ελλάδα στην διάρκεια της Κατοχής και ποιες εξ αυτών έχουν επαναπατρισθεί. Στον έλεγχο αυτό _ να σημειωθεί _ εντάσσονται για πρώτη φορά βυζαντινές και μεταβυζαντινές αρχαιότητες, οι κλοπές των οποίων ελάχιστα ή καθόλου είχαν ως τώρα καταμετρηθεί. Και πράγματι από την έρευνα που γίνεται έχουν διαπιστωθεί συγκεκριμένες καταστροφές και αρπαγές βυζαντινών και μεταβυζαντινών αντικειμένων.
Στο μεταξύ η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών ολοκληρώνει τις διαδικασίες για τον επαναπατρισμό αρχαιολογικού υλικού, που εξήχθη παρανόμως από την Ελλάδα, επίσης στην διάρκεια της Κατοχής. Πρόκειται για δεκάδες χιλιάδες όστρακα της Νεολιθικής εποχής προερχόμενα από παράνομες ανασκαφές σε νεολιθικό οικισμό της Θεσσαλίας, που έγινε από Γερμανούς. Το γεγονός ανακοίνωσε το 2010 ο ίδιος ο διευθυντής του γερμανικού μουσείου Pfahlbaumuseum στο οποίο βρίσκονται και έτσι άρχισε η διαδικασία για την επιστροφή τους.
Οπως είναι γνωστό πάντως, σχετικά με τα αρχαία που εξήχθησαν παράνομα από την Ελλάδα στη διάρκεια της Κατοχής 1940 – 1945, οι παράνομες ανασκαφές και οι κάθε είδους καταστροφές πολιτιστικών αγαθών αυτής της περιόδου έχουν καταγραφεί σε ειδικό τόμο με τον τίτλο « Ζημίαι των αρχαιοτήτων εκ του πολέμου και των στρατών κατοχής» (Αθήνα 1946).
Για την επιστροφή τους είχαν μεταβεί μεταπολεμικώς στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ιταλία πολλοί έλληνες αρχαιολόγοι, αλλά ο ακριβής αριθμός και η ταυτότητα αυτών που επαναπατρίσθηκαν δεν είναι γνωστά.
Σήμερα οποιαδήποτε διεκδίκηση αρχαιοτήτων πρέπει να υπακούει στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και πρώτα απ΄ όλα πρέπει να υπάρχει λεπτομερής, επιστημονική τεκμηρίωση κάθε αντικειμένου _φωτογραφίες, περιγραφές ακόμη και σχέδια_ ώστε να καταστεί δυνατός ο επαναπατρισμός του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου