Ξαναχτυπούν οι ''Κουδουνουραίοι'' του Διστόμου, παρά το τσουχτερό κρύο και τα χιόνια.
Ένα Διονυσιακό αρχαιοελληνικό κατάλοιπο που μαρτυρά την αδιάλειπτη κατοίκηση του Διστόμου από το 3500 πχ, μέχρι σήμερα.
Άλλωστε αυτό το έθιμο, απαντάται μόνο στον Δίστομο στην Στερεά Ελλάδα, και στην Άμφισσα με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις.
Έχει βρεθεί άλλωστε επιγραφή στο Κωρύκειο Άνδρο του Παρνασσού, που ήταν λατρευτικός τόπος προς τιμή του Διονύσου, γραμμένη από τον ''Εύστρατο τον Αμβρόσσιο'', έναν Αρχαίο Διστομίτη.
Δείτε μία επιστημονική έρευνα του Voodoo Child που λέει για το έθιμο αυτό
ΠΗΓΗ: http://flefalo4.blogspot.com/2009/06/voodoo-child.html
Κέντρο βάρους αυτού του βασιλείου της φαντασίας αποτελεί η εμφάνιση των «κουδουναραίων». Καθ’ όλη τη διάρκεια της αποκριάς τραγόμορφα ανθρωποειδή όντα που φορούν κουδούνια στη μέση ξεχύνονται στα σοκάκια και στις γειτονιές, εκπέμποντας έναν χαρμόσυνο, διονυσιακό ενθουσιασμό. Και τότε ο άχρωμος κόσμος της καθημερινότητας κλονίζεται συθέμελα, οι στενοί ορίζοντες αντίληψης του νεωτερικού ανθρώπου διευρύνονται, η αντικειμενικότητα αποκτά ένα μυθικό υπόβαθρο και οι άνθρωποι ζουν σε ένα περιβάλλον όπου η φαντασία αποτελεί την απόλυτη δύναμη αντίληψης της πραγματικότητας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι πουθενά αλλού στην Νότια Ελλάδα, με εξαίρεση ίσως κάποια νησιά, δεν συναντάμε τους Τραγόμορφους Κουδουναραίους με τις προβιές, να τριγυρίζουν τα στενά και τα σοκάκια των χωριών, χτυπώντας τα κουδούνια τους και τραγουδώντας τα σατυρικά τους τραγούδια. Ωστόσο, παρόμοια πλάσματα συναντάμε στη Θράκη και σε μερικά χωριά της Μακεδονίας. Θεωρείται πιθανό, οι κουδουναραίοι να έφτασαν στο Δίστομο από κάποια Θρακικά φύλα, που εγκαταστάθηκαν στον χώρο και συνέχισαν τις Ορφικές Μυσταγωγίες. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, ξεπήδησαν από αυτόχθονα τελετουργικά των αρχαίων Αμβρυσσέων1, που μαζί με τους Κώρυκες οργάνωναν πάνω από τους Δελφούς βακχικές λατρείες προς τιμήν του θεού Πάνα. Τέτοιες ενδείξεις υπάρχουν στο Κωρύκειο άντρο, το οποίο βρίσκεται στον Παρνασσό. Εν τέλει, εκείνο που μπορεί να ειπωθεί με κάποια σιγουριά είναι ότι περιπλανώμενοι άνθρωποι από το Δίστομο, οι οποίοι “είδαν αστέα και νόον έγνωσαν”, ανακάλυψαν μυστικές διόδους που οδηγούν στον ιερό βωμό όπου καίει η άσβεστη φλόγα της ζωής του Κόσμου, τις οποίες και άνοιξαν κατά την συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου για να καλέσουν τις θορυβώδεις ορδές των κουδουναραίων. Ο τρόπος για να βρεθούν αυτές οι μυστικές δίοδοι μεταδόθηκε από κύρη σε γιο και έφτασε ως τις μέρες μας. Κανένας χάρτης δεν οδηγεί στις πύλες αυτές και τα πεδία τους είναι ομιχλώδη. Γιατί βρίσκονται στο βαθύτερο επίπεδο της ψυχής του καθενός μας. Γι’ αυτό η πορεία προς αυτές είναι μια πορεία μύησης, ένα πρωτογενές βίωμα.
Τα κουδούνια που ζώνουν οι κουδουναραίοι γύρω από τη μέση είναι διαφόρων ειδών και σχημάτων (κόμπορες, κουδούνες, κύπρια, πάφλα), και πέφτουν πάνω από τις προβιές ζώων (κατσικιών η κριαριών). Στο χέρι κρατούν ραβδί που στην κορυφή του είναι δεμένο ένα κλωνάρι ελιάς, απομεινάρι του αρχαίου θυρσού και συμβολισμός της πλούσιας καρποφορίας, ενώ τα πρόσωπα καλύπτονται από ζωώδες δέρμα ή από στάχτη. Κάπου εκεί ο παλιός επιδερμικός εαυτός, ο δεσμευμένος στα στεγανά της νεωτερικότητας, μεταρσιώνεται βουτώντας προς τα έσω. Αναγεννημένος, πλέον, αισθάνεται μια αρχέγονη δύναμη που φαντάζει ακατανίκητη, να τον πλημμυρίζει και να τον καθοδηγεί...
Οι κουδουναραίοι εμφανίζονται αρχικά στο νεκροταφείο του χωριού για να σημάνουν με τα κουδουνίσματά τους πρώτα εκεί το χαρμόσυνο μήνυμα της ανάστασης της φύσης. Μετά, κι ενώ τα κουδούνια βροντούν ακατάπαυστα αντηχώντας την πανήχεια ελπίδα του ανθοφόρου οργασμού σωμάτων, πνευμάτων και ψυχών, εξορμούν σε όλο το χωρίο τραγουδώντας “Καλώς τη την Σαρακοστή με σκόρδα με μαρούλια, Καλώς τα και τα ξώλαμπρα με γέλια και τραγούδια”, πειράζοντας τους περαστικούς και κάνοντας στάσεις σε σπίτια, όπου οι κάτοικοι τους κερνούν και τραγουδούν μαζί τους... Αυτό γίνεται κάθε μέρα ως και την Καθαρά Δευτέρα.
Οι κουδουναραίοι διαλαλούν την έγερση των υπνωτισμένων δυνάμεων της Άνοιξης μέσα από το βαρύ χειμώνα, το ξύπνημα των ζωογόνων και καρποφόρων ιδιοτήτων της γης και της ζωής. Υμνούν και λατρεύουν το χλόισμα του σταριού, το ροδάμισμα του πουρναριού, το μπουμπούκιασμα των δέντρων, το φούσκωμα κάθε φλέβας της ζωής. Βοηθούν τον άνθρωπο να σκίσει όλα τα προσωπεία και τις μάσκες, να ντυθεί σφαιρικά και χοϊκά την όψη του για να φέρει το χαρμόσυνο μήνυμα της “φιλότητας” του Εμπεδοκλή μέσα από το γόνιμο “νείκος” των στοιχείων της δημιουργίας.
Η εισβολή των κουδουναραίων στα πλαίσια της πραγματικότητας κλονίζει τις βεβαιότητες του εργαλειακού ορθολογικού νου, πράγμα που μας δίνει τη δυνατότητα ως παρατηρητές να σταθούμε σ’ ένα ύψωμα απ’ όπου μπορούμε να εποπτεύσουμε τον αδιάκοπο αγώνα του νεωτερικού ανθρώπου, που από τη μια ο ίδιος είναι ως οντότητα μέρος της φύσης και από την άλλη αποτελεί το δημιουργό ενός πολιτισμού, ο οποίος είναι μεν δικός του αλλά, εν πολλοίς, βρίσκεται έξω από την φύση του. Τα σατυρικά τραγούδια των κουδουναραίων, που για τον μη μυημένο θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως “αισχρά” και “πρόστυχα, εκφράζουν πέρα έως πέρα τη λυτρωτική και καθαρτήρια δύναμη του διονυσιακού πνεύματος, καθώς επίσης και τη μέθεξη στα μύχια αινίγματα της φύσης, που συμπίπτουν με τα αινίγματα της ανθρώπινης ψυχής. Ο ήχος των κουδουνιών, που πανηγυρικά γλαφίζουν στη δύση του χειμώνα, προαναγγέλλει την Ανάσταση του Ορφέα- του Άδωνη- του Χριστού, τη γονιμοποίηση του Σπόρου της Νέας Ζωής, την αναγέννηση των ορμών και των φωτεινών ροών της φύσης, την αποτίναξη της απελπισίας του νεωτερικού ανθρώπου, τον συντονισμό των ρυθμών της ανθρώπινης ζωής με την αρμονία του Κόσμου μέσω της καταστροφής των αποστεωμένων κοινωνικών συμβάσεων, την απελευθέρωση όλων των ενεργειακών πηγών του κόσμου σε μια νέα ανώτερη και πιο άπειρη ζωηπλασία, σε μιαν ερωτική και παλίντονη αρμονία.
Εισπνέοντας τον μεθυστικό αέρα της μαγικής γης του Διστόμου ακούω τους ψιθύρους των πνευμάτων της γης, νιώθω τους παλμούς της ζώσας φύσης να δονούν απαλά το υγρό έδαφος, βλέπω τα τραγόμορφα μυθικά όντα να απλώνουν ένα πέπλο αρχέγονης ζωτικότητας στην ατμόσφαιρα και κοιτάζω στα βάθη του χρυσού ορίζοντα αιωρούμενα γράμματα, που υλοποιούνται μέσα από τους κυματισμούς μιας γαλανής φλόγας, να σχηματίζουν μια φράση που μου είχε πει κάποτε ένας παλιός φίλος: «Καμιά δεοντολογία δεν μπορεί με τα άκαμπτα σχήματά της να αποτυπώσει τη νομοτέλεια της ρέουσας ζωής. Μόνο η φαντασία το μπορεί (2)».
2) Παράφραση από ένα χωρίο του δοκιμίου του Βίλχελμ Ντίλταϋ που φέρει τον τίτλο «Νοβάλις» και αφορά τον σπουδαίο αυτό λογοτέχνη. Η μετάφραση είναι ακριβής, εκτός από την λέξη «φαντασία», που συναντάμε στη δεύτερη φράση. Στο πρωτότυπο κείμενο η λέξη που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι η «Ποίηση».
Φοιτητής του Ε. Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών
Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης
Κάντε κλικ εδώ να δείτε το προηγούμενο άρθρο, καθώς και εδώ παρεμφερές με σχετικό βίντεο.