Πηγή/Αναδημοσίευση: Αθηνόραμα
Ο Ελβετός σκηνοθέτης του διάσημου ντοκιμαντέρ «Ένα Τραγούδι για τον Αργύρη», το οποίο περιγράφει τη σφαγή του Διστόμου και θίγει θαρραλέα το θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, μιλά για την επίκαιρη επανέκδοσή του.
Πώς ήρθατε σε επαφή με τον Αργύρη Σφουντούρη; Ξεκίνησα ως θεατρικός σκηνοθέτης και κάποια στιγμή, σε μια σκηνική διασκευή της «Ασκητικής» του Καζαντζάκη, χρειαζόμουν μια ελληνική αντρική φωνή για ένα απόσπασμα της αρχής και για ένα του τέλους. Απευθύνθηκα στην πεθερά μου [σ.σ. η σύζυγός του είναι Ελληνίδα], η οποία μου πρότεινε τον Αργύρη Σφουντούρη. Συναντηθήκαμε και καθώς ηχογραφήσαμε τα κομμάτια, με ρώτησε ποια μετάφραση στα γερμανικά θα χρησιμοποιούσα. Κοίταξα και με έκπληξη διαπίστωσα πως ήταν η δική του! Γνωριστήκαμε καλύτερα και άρχισε να μου διηγείται την προσωπική του ιστορία. Ήταν συγκινητική, πανανθρώπινη, πολυδιάστατη κι ένιωσα πως έπρεπε να βοηθήσω για να απευθυνθεί σε μεγαλύτερο κοινό.
«Να αντιστέκεσαι; Να αποδεχτείς; Να συγχωρήσεις; Να συνεχίσεις να ζεις με μια τέτοια ιστορία;» ρωτά η ταινία. Έχετε την απάντηση; Πραγματικά δεν τη γνωρίζω… Αυτές είναι «αληθινές» ερωτήσεις χωρίς μια καθορισμένη γενική απάντηση. Εξαλλου, αν και συμπαραστέκομαι στον Αργύρη, πρόκειται για τη δική του και όχι για τη δική μου ιστορία. Δεν θα ήθελα, λοιπόν, έτσι κι αλλιώς να απαντήσω για λογαριασμό του.
Ποια είναι η θέση σας αλλά κι εκείνη της ελβετικής
κοινής γνώμης απέναντι στις ελληνικές διεκδικήσεις για πολεμικές
αποζημιώσεις; Καταλαβαίνω απόλυτα την ελληνική θέση και
πιστεύω πως η Γερμανία πρέπει να πληρώσει και για αποζημιώσεις, και για
το αναγκαστικό πολεμικό δάνειο. Τώρα, όσον αφορά τους Ελβετούς, το
συγκεκριμένο θέμα δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό εδώ. Υπάρχουν πολλοί που
πιστεύουν πως οι Έλληνες έχουν δίκιο, υπάρχουν όμως και περίπου οι άλλοι
μισοί που έχουν αντίθετη γνώμη.
Υπάρχει άραγε απάντηση στη θεμελιώδη ερώτηση του ντοκιμαντέρ σας: «Πώς πολιτισμένοι άνθρωποι που ακούνε Μπετόβεν και θαυμάζουν τον Παρεθενώνα είναι ταυτόχρονα ικανοί για τόση βαρβαρότητα»; Πρόσφατα επισκέφθηκα εδώ στη Ζιρίχη μια έκθεση με τίτλο «Σπάζοντας τη σιωπή», στο πλαίσιο της οποίας Ισραηλινοί στρατιώτες αναρωτιούνταν πώς μπορούσαν να έχουν επιδείξει –χωρίς να το θέλουν– τόσο βίαιη, τόσο απάνθρωπη συμπεριφορά. Δεν συγκρίνω τις δικές τους πράξεις με τα γεγονότα του Διστόμου, φυσικά, θυμάμαι όμως τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μου έλεγε ότι και αυτός απορούσε για το ότι ακόμη και οι Έλληνες είχαν συμπεριφερθεί κατά ιστορικές περιόδους απίστευτα βάναυσα, είτε κατά τους αρχαίους χρόνους είτε κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Είναι πολύ δύσκολο για όλους μας να κοιτάξουμε μέσα σε αυτήν τη μαύρη τρύπα και να αποδεχτούμε πως υπάρχει κάτι μέσα στην ανθρώπινη φύση που μας επιτρέπει να δρούμε έτσι υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αλλά θα το ξαναπώ: δεν θέλω να συγκρίνω τη μια βαρβαρότητα με την άλλη, διότι ποτέ δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Αλλά και διότι όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους.
Ο Ελβετός σκηνοθέτης του διάσημου ντοκιμαντέρ «Ένα Τραγούδι για τον Αργύρη», το οποίο περιγράφει τη σφαγή του Διστόμου και θίγει θαρραλέα το θέμα των γερμανικών πολεμικών αποζημιώσεων, μιλά για την επίκαιρη επανέκδοσή του.
Πώς ήρθατε σε επαφή με τον Αργύρη Σφουντούρη; Ξεκίνησα ως θεατρικός σκηνοθέτης και κάποια στιγμή, σε μια σκηνική διασκευή της «Ασκητικής» του Καζαντζάκη, χρειαζόμουν μια ελληνική αντρική φωνή για ένα απόσπασμα της αρχής και για ένα του τέλους. Απευθύνθηκα στην πεθερά μου [σ.σ. η σύζυγός του είναι Ελληνίδα], η οποία μου πρότεινε τον Αργύρη Σφουντούρη. Συναντηθήκαμε και καθώς ηχογραφήσαμε τα κομμάτια, με ρώτησε ποια μετάφραση στα γερμανικά θα χρησιμοποιούσα. Κοίταξα και με έκπληξη διαπίστωσα πως ήταν η δική του! Γνωριστήκαμε καλύτερα και άρχισε να μου διηγείται την προσωπική του ιστορία. Ήταν συγκινητική, πανανθρώπινη, πολυδιάστατη κι ένιωσα πως έπρεπε να βοηθήσω για να απευθυνθεί σε μεγαλύτερο κοινό.
«Να αντιστέκεσαι; Να αποδεχτείς; Να συγχωρήσεις; Να συνεχίσεις να ζεις με μια τέτοια ιστορία;» ρωτά η ταινία. Έχετε την απάντηση; Πραγματικά δεν τη γνωρίζω… Αυτές είναι «αληθινές» ερωτήσεις χωρίς μια καθορισμένη γενική απάντηση. Εξαλλου, αν και συμπαραστέκομαι στον Αργύρη, πρόκειται για τη δική του και όχι για τη δική μου ιστορία. Δεν θα ήθελα, λοιπόν, έτσι κι αλλιώς να απαντήσω για λογαριασμό του.
Υπάρχει άραγε απάντηση στη θεμελιώδη ερώτηση του ντοκιμαντέρ σας: «Πώς πολιτισμένοι άνθρωποι που ακούνε Μπετόβεν και θαυμάζουν τον Παρεθενώνα είναι ταυτόχρονα ικανοί για τόση βαρβαρότητα»; Πρόσφατα επισκέφθηκα εδώ στη Ζιρίχη μια έκθεση με τίτλο «Σπάζοντας τη σιωπή», στο πλαίσιο της οποίας Ισραηλινοί στρατιώτες αναρωτιούνταν πώς μπορούσαν να έχουν επιδείξει –χωρίς να το θέλουν– τόσο βίαιη, τόσο απάνθρωπη συμπεριφορά. Δεν συγκρίνω τις δικές τους πράξεις με τα γεγονότα του Διστόμου, φυσικά, θυμάμαι όμως τον Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος μου έλεγε ότι και αυτός απορούσε για το ότι ακόμη και οι Έλληνες είχαν συμπεριφερθεί κατά ιστορικές περιόδους απίστευτα βάναυσα, είτε κατά τους αρχαίους χρόνους είτε κατά τη διάρκεια της Χούντας.
Είναι πολύ δύσκολο για όλους μας να κοιτάξουμε μέσα σε αυτήν τη μαύρη τρύπα και να αποδεχτούμε πως υπάρχει κάτι μέσα στην ανθρώπινη φύση που μας επιτρέπει να δρούμε έτσι υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αλλά θα το ξαναπώ: δεν θέλω να συγκρίνω τη μια βαρβαρότητα με την άλλη, διότι ποτέ δεν μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Αλλά και διότι όλοι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου