Πηγή/Δημοσίευση: Lefterianews
Σε συμπόσιο για το φαινόμενο του φασισμού στην Ελλάδα που είχε διοργανωθεί στο Βερολίνο , ο καθηγητής εκλογικής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ηλίας Νικολακόπουλος υποστήριξε ότι η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
Άρα, η Χρυσή Αυγή και οι αγέλες των υπανθρώπων με τα μαύρα ρούχα και τα ναζιστικά σύμβολα δεν ήρθαν τυχαία.
Σε συμπόσιο για το φαινόμενο του φασισμού στην Ελλάδα που είχε διοργανωθεί στο Βερολίνο , ο καθηγητής εκλογικής κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ηλίας Νικολακόπουλος υποστήριξε ότι η ανάδειξη της Χρυσής Αυγής δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία.
«Ένα λανθάνων ακροδεξιό ρεύμα πάντα υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά απλώς δεν θέλαμε να το δούμε κατάματα, βγήκε στην επιφάνεια».
Η ιστορία του ακροδεξιού φαινομένου στην Ελλάδα ξεκινά τη δεκαετία του 1920. Οι ακροδεξιές οργανώσεις, όμως, ουδέποτε απέκτησαν πανελλαδική σημασία και οιλόγοι για τη μικρή τους επιρροή οφείλονται στο γεγονός ότι τα βασικά συστατικά της ιδεολογίας τους – δηλαδή τον αντικομμουνισμό, τον εθνικισμό, τον αντισημιτισμό – τα συναντούσε κανείς και στα μεγάλα κόμματα της εποχής.
Στην περίοδο της κατοχής οι οργανώσεις αυτές αποτέλεσαν το δεξί χέρι των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής. Μετά το τέλος του πολέμου ελάχιστοι από από τους χιλιάδες δοσίλογους καταδικάστηκαν και η συντριπτική πλειοψηφία τους στελέχωσε το μετεμφυλιακό κρατικό μηχανισμό.
ύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Πολυμέρη Βόγλη:
«Υπήρξε μια εντός εισαγωγικών συμφωνία: από τη μια πλευρά το κράτος δεν δίωξε όσους είχαν συνεργαστεί με τους ναζί στη διάρκεια της κατοχής και από την άλλη όλοι αυτοί βοήθησαν το κράτος και τη δεξιά στο να συγκροτήσει αντικομμουνιστικούς μηχανισμούς για τη δίωξη της αριστεράς. Κυρίως, αυτό που φέρνει κοντά αυτούς τους δύο χώρους είναι ο εθνικισμός και ο αντικομμουνισμός».
Άρα, η Χρυσή Αυγή και οι αγέλες των υπανθρώπων με τα μαύρα ρούχα και τα ναζιστικά σύμβολα δεν ήρθαν τυχαία.
Τα αυγά πάντα υπήρχαν και κατά καιρούς – όποτε οι συνθήκες ήταν ευνοικές – εκκολάπτονταν και έβγαιναν τα φίδια από μέσα. Η ύπαρξή τους αποδεικνύει την αποτυχία της κοινωνίας να μεταλαμπαδεύσει στα μέλη της τις αρχές του ανθρωπισμού και του διαφωτισμού, και η αποτυχία αυτή οφείλεται στο ότι οι έννοιες αυτές στην πραγματικότητα και στην ολότητά τους ποτέ δεν υιοθετήθηκαν από οποιαδήποτε εξουσία.΄Εγιναν έτσι έννοιες κενές νοήματος και αναπόφευκτα δε ρίζωσαν στην κοινωνία ως αξίες αδιαπραγμάτευτες.
Βέβαια, για να εκκολαφθούν τα αυγά χρειάζονται και οι ανάλογες ευνοικές συνθήκες επώασης.Οι συνθήκες επώασης των αυγών του φιδιού.
Και οι συνθήκες αυτές προσφέρονταν απλόχερα. Από συστάσεως σχεδόν του νεοελληνικού κράτους, καλλιεργούνταν από όλους τους φορείς της εξουσίας – κυβερνήσεις, αξιωματούχους της Εκκλησίας, μέσα ενημέρωσης – τα ζιζάνια της υπεροχής του έθνους μας και της μισαλλοδοξίας.
Όποιος αμφισβητούσε τα παραπάνω, εθεωρείτο αυτομάτως εχθρός της πατρίδας του. Ένα ιδεολόγημα διαπερνούσε όλες τις μορφές προσέγγισης και μελέτης της Ιστορίας. Αυτό περί μιας ευθύγραμμης ανάπτυξης και αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνικού έθνους. Από τους αρχαίους Αθηναίους, στους Σπαρτιάτες, στη συνέχεια στους Μακεδόνες και από κει στους Βυζαντινούς.
Αποθεώναμε τους Αθηναίους για τη Δημοκρατία, τις τέχνες και τα γράμματα που ανέπτυξαν, αποθεώναμε και τους Σπαρτιάτες που στέκονταν στον αντίποδα όλων αυτών. Αποθεώναμε τους Μακεδόνες παρόλο που χτύπησαν το θεσμό της Δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και έφεραν ένα θεσμό που προσιδίαζε περισσότερο με τα καθεστώτα ασιατικής δεσποτείας και αποθεώναμε, επίσης, και το Βυζάντιο που έβαλε την οριστική ταφόπλακα στα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού και έφερε το σκοταδισμό και την οπισθοδρόμηση.
Όλα μέσα, αρκεί που τα έκαναν Έλληνες. Βέβαια, το πόσο εκτιμούσαν οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες τους αρχαίους Μακεδόνες και πόσο Έλληνες τους θεωρούσαν δεν θέλουμε να το γνωρίζουμε και όποιος πάει να το ψελλίσει κατηγορείται αμέσως ως εχθρός του Έθνους !! Ούτε βέβαια θέλουμε να γνωρίζουμε ότι η έννοια Έλληνας είχε εντελώς αρνητική σημασία στο Βυζάντιο και σήμαινε τον οπαδό της αρχαίας ελληνικής θρησκείας που έπρεπε να κυνηγηθεί, όπως και οι ιδέες του και οι λατρευτικοί του τόποι.
Και όλα αυτά δεν ήταν ιδεολογήματα κάποιων περιθωριακών γραφικών ατόμων, αλλά τύγχαναν υποστήριξης και από “αναγνωρισμένες” προσωπικότητες της πνευματικής ζωής του τόπου.
Τα αυγά, λοιπόν, υπήρχαν όπως επίσης και οι απαραίτητες συνθήκες για την επώασή τους. Αυτό, όμως, που επιτάχυνε και πολλαπλασίασε τα αυγά που εκκολάφθηκαν ήταν η οικονομική κρίση και η κατάρρευση και απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Αυτά λειτούργησαν όπως ο καταλύτης στη χημεία. Επιτάχυναν τη χημική αντίδραση.Η ακροδεξιά θεώρηση των αιτίων της κρίσης. Η οικονομική κρίση οδηγεί ολοταχώς εκτεταμένα τμήματα του πληθυσμού στο περιθώριο. Οι άνθρωποι αυτοί δυσκολεύονται να καλύψουν ακόμη και τις στοιχειώδεις ανάγκες τους και δε βλέπουν στον ορίζοντα ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Ως συνέπεια αυτών έρχεται το υπαρξιακό άγχος, ο θυμός και η οργή και η προσπάθεια κατανόησης – όσο αυτό είναι δυνατό κάτω από τις τρομερές συνθήκες πίεσης που βιώνουν – των αιτίων που τους οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση.
Υπάρχουν τρεις αναγνώσεις της κρίσης :
μία συστημική που προτείνει λύσεις εντός του συστήματος, μίααντισυστημική που θέτει σε αμφισβήτηση ολόκληρο το οικοδόμημα του καπιταλισμού και μία ψευδο-αντισυστημική. Η τελευταία είναι που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα, καθώς είναι η ακροδεξιά-φασιστική ανάγνωση της κρίσης η οποία ενώ αυτοπροβάλλεται ως αντισυστημική, δεν απειλεί καθόλου το οικοδόμημα του καπιταλισμού.
Η κυρίαρχη άποψη – εντός των πλαισίων του συστήματος – είναι πως η κρίση αυτή οφείλεται σε δυσλειτουργία ορισμένων παραγόντων, οι οποίοι μόλις διορθωθούν θα επαναφέρουν την τάξη που επικρατούσε. Θα σταθεροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα, θα επαναρυθμιστούν οι αγορές, θα αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα, θα έρθουν ξένες επενδύσεις, θα γίνει επανεκκίνηση της οικονομίας και άλλα τέτοια που αναμασούν κάθε βράδυ οι Πρετεντέρηδες της “δημοσιογραφίας”. Στερεότυπες εκφράσεις που με την προπαγάνδα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης μπορεί πλέον να αναπαράγει ο καθένας χωρίς να καν τα κατανοεί.
Η αριστερή προσέγγιση προϋποθέτει ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία, καθώς θεωρεί ότι βασική αιτία των προβλημάτων αποτελεί η ταξική διαίρεση της κοινωνίας και προτείνει ως λύση την εξάλειψη των ταξικών αντιθέσεων. Μια προσέγγιση σαφώς αντισυστημική, καθώς αμφισβητεί τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται το – καπιταλιστικό – σύστημα.
Από την άλλη πλευρά, έρχεται η φασιστική ακροδεξιά και δίνει τη δική της απάντηση. Κατά την προσέγγιση που κάνει, η αιτία των προβλημάτων δεν οφείλεται στις ταξικές αντιθέσεις που αναπτύσσονται μέσα στην κοινωνία. Σύμφωνα με αυτή, η αιτία των δεινών είναι ο ξένος, ο διαφορετικός. Αυτός είναι κατ’αυτή την προσέγγιση, η αιτία της δυσαρμονίας του συστήματος και της κοινωνίας.
Ο «ξένος», λοιπόν, απειλεί την κοινωνική αρμονία και η απαλλαγή από αυτόν καθίσταται κύριος πολιτικός στόχος. Η φασιστική ρητορική θα διοχετεύσει την οργή και τον θυμό του πληττόμενου μέρους της κοινωνίας σε αδύναμες, κατά τεκμήριο, κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, Ρομά, ομοφυλόφιλοι κ.ο.κ.) και θα τον κατευθύνει σε πρακτικές βίας εναντίον τους. Πρόκειται για μια στρεβλή ανάγνωση των αιτίων που προκαλούν την κρίση, η οποία πρεσβεύει ότι αν δεν υπήρχε κάποιος εξωτερικός κίνδυνος η κοινωνία μας θα ήταν αρμονική. Αυτή η ρητορική περί εξωτερικού κινδύνου της κοινωνίας δεν τελειώνει ποτέ: ακόμη και αν δεν υπάρχουν μετανάστες, ομοφυλόφιλοι, ρομά, Εβραίοι κ.ο.κ., η φασιστική ρητορική θα διαιρέσει εκ νέου το κοινωνικό σώμα, ώστε κάποια άλλη ομάδα να είναι αυτή που απειλεί εξωτερικά το δήθεν αρμονικό σύνολο.
Η ανταπόκριση που βρίσκει η επίκληση άσχετων διαφορών ως αιτίων της κρίσης και των αδιεξόδων της κοινωνίας δείχνει ότι η φασιστική ρητορική δεν απευθύνεται στη λογική, αλλά σε αρχαϊκά ένστικτα όπως ο φόβος για το διαφορετικό ή το άγνωστο. Συνεπώς, η αντιμετώπιση της ρητορικής αυτής δεν μπορεί να γίνει μόνο με την απεύθυνση στη λογική.
Η προσέγγιση αυτή στρέφει την ενεργητικότητα των πολιτών σε δράσεις που δε συνιστούν κίνδυνο για το σύστημα. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Αντί να μάχονται ενάντια στο σύστημα, μάχονται εναντίον άλλων που είναι και οι ίδιοι θύμα του συστήματος και οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι και σύμμαχοί τους στον αγώνα αυτό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η φασιστική ρητορική γίνεται στην πράξη σύμμαχος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αντί να θέτει ως αιτία της κρίσης τις ταξικές αντιθέσεις, θέτει ένα ιδεολόγημα ότι το έθνος απειλείται με εξαφάνιση από ξένα στοιχεία.
Το προφίλ του χρυσαυγίτη
Η επινόηση φανταστικών εχθρών που εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες αλλά και προσωπικά αδιέξοδα στιγματίστηκε εξαιρετικά από τον Βίλχελμ Ράιχ, στο περίφημο “’Ακου ανθρωπάκο”
“Τέτοιες κουταμάρες λες, ανθρωπάκο. Και με τέτοιες κουταμάρες, συγκροτείς ένοπλες συμμορίες που σκοτώνουν δέκα εκατομμύρια ανθρώπους επειδή είναι Εβραίοι κι ας μην ξέρεις να μου πεις τι είναι ο Εβραίος. Να γιατί γελάνε μαζί σου. Να γιατί όποιος θέλει να κάνει κάτι σοβαρό σε αποφεύγει. Να γιατί είσαι χωμένος στο βούρκο μέχρι το λαιμό.
Όταν αποκαλείς κάποιον «Εβραίο», αισθάνεσαι ανώτερος. Αισθάνεσαι ανώτερος, επειδή νιώθεις κατώτερος. Νιώθεις κατώτερος, επειδή εκείνο που θέλεις να εξοντώσεις στους ανθρώπους που αποκαλείς Εβραίους, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Και τούτο είναι απλά ένα δείγμα του τι είσαι στ’ αλήθεια, ανθρωπάκο. Όταν αποκαλείς κάποιον περιφρονητικά «Εβραίο», η αίσθηση της μηδαμινότητάς σου ξαλαφρώνει. Αυτό το ανακάλυψα μόλις πρόσφατα. Αποκαλείς Εβραίο όποιον σου εμπνέει είτε υπερβολικό, είτε ελάχιστο σεβασμό. Σαν να ‘σαι αντιπρόσωπος κάποιας ανώτερης δύναμης επί της γης, ανέλαβες να αποφασίζεις ποιος είναι και ποιος δεν είναι Εβραίος.
Αμφισβητώ το δικαίωμά σου να το κρίνεις αυτό, είτε είσαι τιποτένιος Άριος, είτε τιποτένιος Εβραίος. Μόνο εγώ έχω το δικαίωμα να πω τι είμαι. Είμαι βιολογικός και πολιτισμικός μιγάς κι είμαι περήφανος γι’ αυτό. ούτε σωβινιστής όπως εσύ, ασήμαντε φασίστα, όποια κι αν είναι η εθνικότητά σου, η φυλή και η τάξη σου.”
Στην πραγματικότητα, αυτό που μισεί ο φασίστας είναι η ίδια η ζωή και ο ανεπαρκής εαυτός του.
Και επειδή του είναι δύσκολο να ανεβάσει τον εαυτό του, επιλέγει να υποβιβάσει τους άλλους
Η ακροδεξιά ρητορική βρίσκει ανταπόκριση σε υποβαθμισμένες γειτονιές, σχολεία, γήπεδα και άλλα μέρη με υψηλή συγκέντρωση ανέργων, νέων και προερχόμενων από χαμηλά κοινωνικά στρώματα.Άνθρωποι, δηλαδή, με χαμηλή αυτοεκτίμηση που γι΄αυτό το λόγο αναζητούν αίσθημα δύναμης και αποδοχή στο περιβάλλον τους. Άρα, η σχέση τους με τις φασιστικές ομάδες δεν είναι μόνο ιδεολογική, αλλά και ψυχοκοινωνική.
Όπως λέει ο ψυχίατρος Κλεάνθης Γρίβας :
“… Πρόκειται για άτομα ανασφαλή… Λειτουργούν υπό το κράτος κάλυψης που τους παρέχει μία ψευτοσυλλογική ταυτότητα που τους επιτρέπει να αποβάλλουν την ατομική τους ταυτότητα, η οποία σημαίνει ευθύνη…
Αν τους δει κανείς ως ξεχωριστά άτομα θα διαπιστώσει ότι είναι άτομα με σαφώς αυξημένες καταστρεπτικές τάσεις, αλλά όταν η αίσθηση της ατομικής ευθύνης αίρεται μέσω της αποδοχής της συλλογικής ταυτότητας, μετατρέπονται σε τυφλούς καταστροφείς… Είναι άτομα που λατρεύουν τη δύναμη που τους επιτρέπει να εξουσιάζουν ενώ παράλληλα υποτάσσονται αδιαμαρτύρητα στη δύναμη των ιεραρχικά ανώτερων…
Ερεθίζονται από αβοήθητα άτομα και δεν χτυπιούνται με ισότιμους… Αποκτούν μέσω της επιβολής ταυτότητα ατομική…”
Εκτός από το σκληρό πυρήνα των χρυσαυγιτών που δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ωμή βία κυρίως απέναντι σε ανυπεράσπιστους μετανάστες, υπάρχει και ένας ευρύτερος κύκλος υποστηρικτών της που σαγηνεύονται από την επίδειξη δύναμης που κάνει η Χρυσή Αυγή.
Αδύναμοι και αποπροσανατολισμένοι οι ίδιοι, βλέπουν στο πρόσωπο της Χρυσής Αυγής ένα προστάτη ή έναν εκδικητή που θα παλέψει για το δίκαιο της φυλής κάτι που όπως ελπίζουν – οι ανυποψίαστοι – θα ωφελήσει και τους ίδιους.
Η τακτική της Χρυσής Αυγής
Η φασιστική ιδεολογία δεν απαιτεί πλατιά λαϊκή και ενεργητική συμμετοχή. Απαιτεί υποταγή στις εντολές και ευκαιριακή συμμετοχή στις στρατιωτικού τύπου «επιχειρήσεις» της οργάνωσης. Στόχος της, η στρατολόγηση κρίσιμων πυρήνων σε κάθε περιοχή και η επιβολή της σε αυτή μέσω της βίας. Μια δυναμική μειοψηφία, με την ανοχή του κράτους και την άσκηση βίας, είναι σε θέση να ηγεμονεύσει σε μια περιοχή.
Η ισχύς της φασιστικής ακροδεξιάς δεν είναι ούτε τα επιχειρήματα ούτε η πρότασή της. Τα επιχειρήματά της δε συνάδουν με την κοινή λογική και πρόταση δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Η ισχύς της παράγεται από την κίβδηλη εικόνα που βγάζει προς τα έξω ότι «δεν είναι σαν τους άλλους» και ότι είναι σε θέση να συγκρουστεί. Τώρα, το ποιος είναι ο εχθρός και αν είναι υπαρκτός ή ανύπαρκτος, φαίνεται ότι δεν έχει καμία σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να χυθεί αίμα.
Το δεύτερο πόδι πάνω στο οποίο η Χρυσή Αυγή πατά και μεθοδεύει τη διείσδυσή της σε ολοένα αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού είναι οι “δράσεις αλληλεγγύης μόνο για Έλληνες” της οργάνωσης, δράσεις που πολύ πετυχημένα χαρακτηρίστηκαν ωςφιλανθρωπία μίσους.Πάνω σε αυτό θα δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η Χρυσή Αυγή συγκρούεται και διεξάγει αντισυστημική πολιτική δράση.
Με τις εκδηλώσεις αυτές, χτίζει το δικό της πελατειακό σύμπαν. Αυτό των απελπισμένων Ελλήνων που τρέχουν στα συσσίτια της να αρπάξουν – όπως τα πεινασμένα σκυλιά – τα κόκαλα που τους πετάει.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
Και όταν ταίσεις ένα σκύλο, ξέρουμε καλά, ότι έγινες το αφεντικό του. Αυτοί, λοιπόν, που τώρα αρπάζουν τα κόκαλα που τους πετάει η Χρυσή Αυγή, θα γίνουν τα πιστά σκυλιά των Ελλήνων Ναζί και θα επανδρώσουν αύριο τα ελληνικά νέα SS. Αυτοί θα στηρίζουν τις εγκληματικές δράσεις της οργάνωσης που τους «ταΐζει» και αυτοί θα είναι το πολύτιμο δεκανίκι του όποιου φασιστικού και δικτατορικού μορφώματος επιχειρηθεί να εγκαθιδρυθεί στην Ελλάδα.
Και τώρα, τι κάνουμε;
Αν κάποιοι συμπολίτες μας αισθάνονται ότι δεν κινδυνεύουν από αυτούς επειδή δεν ανήκουν σε καμμία από τις κατηγορίες που φαίνεται ότι αποτελούν το στόχο των φασιστών, ας τους θυμήσουμε τα λόγια του Γερμανού ιερέα Μάρτιν Νίμελερ, με τα οποία σχολιάζει τη στάση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» την εποχή του Γ’Ράιχ
“Στην αρχή ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές.
Δεν ήμουν κομμουνιστής και δεν φώναξα.
Έπειτα ήρθε η ώρα των σοσιαλδημοκρατών.
Δεν ανήκα σ΄ αυτό το κόμμα και δεν έβρισκα λόγο να διαμαρτυρηθώ.
Ακολούθησαν οι ομοφυλόφιλοι.
Ούτε κι αυτό σκέφτηκα ότι με αφορούσε.
Στο τέλος ήρθε η σειρά των τσιγγάνων.
Ούτε και τότε βρήκα λόγια για να εκφράσω την αντίθεσή μου.
Ο επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ.
Αλλά δεν υπήρχε κανείς για να φωνάξει”
Όπως αναφέραμε και παραπάνω, η αντιμετώπιση της φασιστικής ρητορικής δεν μπορεί να γίνει μόνο με την απεύθυνση στη λογική.
Παράλληλα με αυτήν, μπορούν να δουλέψουν προς αυτή την κατεύθυνση και άλλα πράγματα, όπως :
α) η επίκληση του ανθρωπισμού, που μπορεί να λειτουργήσει σε αρκετούς ανθρώπους
β) ο φόβος ότι η δράση αυτών των συμμοριών μπορεί να δημιουργήσει κοινωνική αναταραχή, η οποία μπορεί να πλήξει και αυτούς τους ίδιους
γ) η υπενθύμιση ότι αυτές οι συμμορίες είναι ιδεολογικοί απόγονοι των φασιστών και ναζιστών που τόσα κακά προκάλεσαν στο λαό μας.
Μα όσα λόγια και να γράψει κανείς, δε μπορεί να πει περισσότερα από όσα λέει μέσα σε λίγες αράδες το παρακάτω υπέροχο τραγούδι του Θάνου Μικρούτσικου σε στίχους του Φώντα Λάδη, βασισμένοι σε ποίημα του Μπέρτολντ Μπρέχτ.
Το φασισμό βαθιά κατάλαβέ τον, δε θα πεθάνει μόνος τσάκισέ τον !
Ο φασισμός δεν έρχεται από το μέλλον
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
καινούριο τάχα κάτι να μας φέρει.
Τι κρύβει μέσ’ στα δόντια του το ξέρω,
καθώς μου δίνει γελαστός το χέρι.
Οι ρίζες του το σύστημα αγκαλιάζουν
και χάνονται βαθιά στα περασμένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Οι μάσκες του με τον καιρό αλλάζουν,
μα όχι και το μίσος του για μένα.
Το φασισμό βαθιά καταλαβέ τον.
Δε θα πεθάνει μόνος, τσάκισέ τον.
Ο φασισμός δεν έρχεται από μέρος
που λούζεται στον ήλιο και στ’ αγέρι,
το κουρασμένο βήμα του το ξέρω
και την περίσσεια νιότη μας την ξέρει.
Μα πάλι θέ ν’ απλώσει σαν χολέρα
πατώντας πάνω στην ανεμελιά σου,
και δίπλα σου θα φτάσει κάποια μέρα
αν χάσεις τα ταξικά γυαλιά σου.
ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι οχι μονο..Κι αλλες πηγαδες. Εχουμε και πιο κοντα μας!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή