Κυριακή 1 Μαρτίου 2015

29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1948 -Η μεγάλη σφαγή της Μακρονήσου

Πηγή/Αναδημοσίευση: Lefteria news  

Στις 29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1948 πραγματοποιήθηκε στη Μακρόνησο,που είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αριστερών στρατιωτών, ένα από τα πλέον φρικιαστικά εγκλήματα της περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου, με περισσότερους από 300 νεκρούς.
Συγκεκριμένα, το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 4.500 κρατούμενοι φαντάροι ξεκίνησαν συντεταγμένα για τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό.
Όταν οι αλφαμίτες υποχρέωσαν και τους ασθενείς στρατιώτες να ακολουθήσουν, ξέσπασαν μαζικές διαμαρτυρίες που χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσχημα για την ένοπλη επίθεση κατά των κρατουμένων. Αργότερα διαπιστώθηκαν τα ονόματα 5 νεκρών και 10 βαριά τραυματισμένων.Το πρωί της επόμενης μέρας, από περιπολικό του Βασιλικού Ναυτικού, ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης απευθύνθηκε με τηλεβόα προς τους κρατούμενους: «Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον. Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν” αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά».

Ακολούθησε επίθεση κατά των κρατουμένων φαντάρων, με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς. Ο γιατρός του Α” τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 κρατουμένων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού. Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, αναφέρθηκε σε 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ακατοίκητο νησί Σαν Τζιόρτζιο:
«…Έζησα όλα τα δραματικά γεγονότα της Μακρονήσου το 1948. Ο στρατός μας με είχε επιταγμένο με το καΐκι μου «Αγιος Νικόλαος», επί μισθώ, οκτώ χιλιάδες δραχμές το μήνα. Κουβαλούσα από το Λαύριο πέρα στη Μακρόνησο φαντάρους, πολιτικούς υπόδικους, νερό σε βαρέλια και άλλα. Στο φοβερό τουφεκίδι του Μάρτη 1948 ο Σκαλούμπακας μου κόλλησε το πιστόλι στο κεφάλι και με απειλές με διέταξε να κουβαλάω σκοτωμένους φαντάρους πέρα μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερόνησο Σαν Τζιόρτζιο. Στο Γ” Τάγμα φόρτωνα τους νεκρούς φαντάρους, που τους εξέταζε ο γιατρός Μαλάμης, κι έγραφε στο πιστοποιητικό θανάτου, τη λέξη «νεκρός». Ητανε δίπλα στο γιατρό Μαλάμη κι άλλοι δύο γιατροί.
Τους σκοτωμένους φαντάρους τους τακτοποιούσανε στριμωχτά στο αμπάρι οι Αλφαμίτες Χούμης και Δήμητρας Λαγός. Σ” ένα μόνο δρομολόγιο φορτώσαμε 185 νεκρούς φαντάρους. Λέω στον Σκαλούμπακα: «Το καΐκι δε σηκώνει τόσο πράμα, είναι πολύ το πράμα, θα μπατάρει το καΐκι». Αυτός κουβέντα δεν έπαιρνε, με το πιστόλι με διέταξε. Τι να “κανα; Το πιστόλι σε παγώνει… Ανοιγόμασταν τη νύχτα στον Κάβο Ντόρο. Εκεί στο Σαν Τζιόρτζιο περίμενε καράβι πολεμικό. Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας. Αυτό ξανάγινε. Οι νεκροί όλοι – όλοι ήταν 350 κοντά, τους μέτραγα έναν – έναν και ήταν 350 φαντάροι νεκροί. Αυτή ήταν η πιο τραγική περιπέτεια που έζησα στη ζωή μου…»
Το στυγερό έγκλημα της Μακρονήσου βρήκε πλήρη κάλυψη από τον αστικό Τύπο:

«Οι κομμουνισταί προκάλεσαν ταραχάς εις την Μακρόνησον», έγραψαν τα «Νέα». Σύμφωνα με τη «Βραδυνή», «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσασα απεκατέστησε την τάξιν, εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των», ενώ η «Καθημερινή» αναφέρθηκε σε «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα (που) εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν».
 Χαρακτηριστική της βαρβαρότητας εκείνων των ημερών ήταν η φρίκη που προκάλεσε σε έναν από τα κεντρικά στελέχη της Διοίκησης του στρατοπέδου. Ο ταγματάρχης Καραμπέκιος, αξιωματικός του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, αγανακτισμένος από το φρικιαστικό έγκλημα, ζήτησε την απομάκρυνσή του από τη Μακρόνησο.
ekdohi.gr

Το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου 1948 το προσκλητήριο στο Α΄ Ειδικό Τάγμα Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι περίπου 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει μόνον οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφείς και οι μάγειρες. Μετά την έπαρση της σημαίας οι στρατιώτες διατάχθηκαν να πάνε στο θέατρο, για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία».
Ενώ οι περισσότεροι λόχοι του τάγματος είχαν φθάσει στο θέατρο, οι αλφαμίτες έφεραν στο χώρο της συγκέντρωσης, σπρώχνοντας και δέρνοντας, φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων στρατιωτών, οι οποίοι άρχισαν να διαμαρτύρονται.
Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος έλειπε εκείνη την ημέρα και τυπικά χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Μπέσκος, αλλά ουσιαστικά ο υπασπιστής Καρδαράς. Αυτός, σύμφωνα με μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα που, απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως οι άνδρες του λόχου ασφαλείας (= οι φρουροί), οι οποίοι ήταν ακροβολισμένοι γύρω από το χώρο της συγκέντρωσης, άρχισαν να πυροβολούν στο ψαχνό. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Λέγεται ότι σκοτώθηκαν 5 και τραυματίστηκαν 10.
Με την επέμβαση αξιωματικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους κρατούμενους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος) τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο διοικητής Βασιλόπουλος, που στο μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο: εγγυήθηκε την προσωπική ασφάλεια των στρατιωτών και δέχθηκε τα αιτήματά τους. (Να εξετασθούν τα γεγονότα από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως η υπόθεση και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι της σφαγής.)
Όταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Θα ’ταν εννιά η ώρα το πρωί, όταν στην ακτή όπου βρισκόταν ο καταυλισμός του Α΄ Ειδικού Τάγματος εμφανίστηκε να παραπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι ναύτες. Λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκε μια φωνή από τον τηλεβόα (Ευάγγελος Μαχαίρας, «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Παρασκήνιο», σ.σ. 290 – 291):
«Στρατιώται, σας ομιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης. Συλλάβετε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα. Αποδοκιμάστε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: « Σας δίνω», απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης, « 5 λεπτά προθεσμία να αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς …». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: « τρία λεπτά, δύο λεπτά» ( Ν. Μάργαρης, «Ιστορία της Μακρονήσου», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Β΄, σ. 34).
Σε λίγο άρχισε η επίθεση των φρουρών. Οι νεκροί έπεφταν σωρό. Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Ύστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα πετροβολώντας τους φρουρούς και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Όταν έφθασαν εκεί, εκατοντάδες έπεσαν στο νερό(Ευάγγελος Μαχαίρας, ό. π., σ. 292).
Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στη θάλασσα. «Εκεί», γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας, « γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Ύμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Έκοβαν τις λέξεις μια – μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς, ούτε και με τον Εθνικό Ύμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί» (Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος, «Μακρόνησος: μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947 – 1950», εκδόσεις Βιβλιόραμα, σ. 77).
Κάποια στιγμή τελείωσε το αιματοκύλισμα και άρχισε η περισυλλογή των νεκρών. 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης και 142 συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών.
Ο αθηναϊκός τύπος δημοσίευε την εκδοχή της τότε κυβέρνησης για τους νεκρούς και τους τραυματίες στη Μακρόνησο κατά το διήμερο 29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου 1948.  Όμως ο γιατρός του Α΄ Τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού.  Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του έκανε λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε (κατόπιν εξαναγκασμού του από τη διοίκηση του στρατοπέδου) με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο, όπου περίμενε πολεμικό πλοίο (Φ. Γελαδόπουλος, « Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σ.σ. 182 και 190 – 191).
 Βασική πηγή για τη σύνθεση του κειμένου ήταν ένα δημοσίευμα της εφημερίδας ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (φύλλο της 23ης Μαρτίου 2008) με τίτλο «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. Εξήντα χρόνια από τη μεγάλη σφαγή»  
«Σήμερα χύσανε μου το φως μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Χτες κόψανε τα νύχια μου./ Τρόμοι μου πήραν τη μιλιά μου. Είμαι καλά!/ Σεισμοί γκρεμίσανε τα φρένα μου. Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Αύριο θα με σταυρώσουν./ Είμαι καλά! Είμαι καλά! Είμαι καλά!/ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω πια μυαλό να το σκεφτώ./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω μιλιά να το φωνάξω./ Είμαι καλά! Κι ας μην έχω χέρι να το γράψω./ Γι’ αυτό το σκάβω. Το σμιλεύω επιτύμβιο,/ σ’ αυτό το τρελό Νεκροταφείο,/ πως όλοι οι νεκροί του: «ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ!..»».Μενέλαος Λουντέμης1
Τό απόγευμα της 29ης Φεβρουαρίου 1948, οι διαπιστευμένοι συντάκτες στο υπουργείο Στρατιωτικών πληροφορούνταν ότι στο στρατόπεδο της Μακρονήσου είχαν ξεσπάσει αιματηρά επεισόδια με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Την επόμενη, Δευτέρα 1η Μαρτίου του 1948, στα γραφεία των εφημερίδων έφτασε μία ανακοίνωση του υπουργείου Στρατιωτικών, που με εντελώς κυνικό τρόπο επιβεβαίωνε το γεγονός, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως η φρικιαστικότερη και τραγικότερη, ίσως, σελίδα του εμφυλίου πολέμου.
«Την 29η Φεβρουαρίου – έλεγε η ανακοίνωση2 - άνδρες του Στρατοπέδου Μακρονήσου εις το οποίον υπηρετούν οι επικίνδυνοι κομμουνισταί, κατά τη διάρκειαν της θρησκευτικής τελετής, επετέθησαν κατά της φρουράς του Στρατοπέδου προς αφοπλισμόν της. Η τελευταία, αμυνομένη, έκαμε χρήσιν των όπλων και η τάξις απεκατεστάθη. Απώλειαι στασιαστών 17 νεκροί και 61 τραυματίες. Εκ των ημετέρων, 4 τραυματίαι διά λιθοβολισμού. Οι τραυματίαι μεταφέρονται εις το Στρατιωτικόν Νοσοκομείον».
Την ίδια ημέρα, η εφημερίδα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας «Εξόρμηση» δημοσίευε στην τελευταία της σελίδα, υπό τον τίτλο «Μοναρχοφασιστική δολοφονική προβοκάτσια στο Μακρονήσι», την εξής είδηση3: «Διψασμένος από αίμα ο μοναρχοφασιστικός λύκος έπεσε πάνω στους δημοκρατικούς φαντάρους που κρατάει στο στρατόπεδο του Μακρονησιού. Ετσι διέταξε ο καινούριος Αμερικάνος στρατηγός Φον Φλιτ. Την ώρα που πήγαιναν στην εκκλησία, την Κυριακή στις 29 Φλεβάρη, τους βάρεσαν στο ψαχνό ακόμα και με πυροβολικό. Σκότωσαν 17 και τραυμάτισαν 61. Το καινούριο αυτό μοναρχοφασιστικό έγκλημα ξεπερνάει σε αγριότητα και τα χιτλερικά εγκλήματα. Η καρδιά του λαού μας γεμίζει από μίσος ενάντια στους Αμερικάνους και στους μοναρχοσοφούληδες οργανωτές του και ζητάει εκδίκηση».
Η «Εξόρμηση» φαίνεται πως αντλούσε τις πληροφορίες της από τα επίσημα ανακοινωθέντα κι από κάποιες πιο ανεξάρτητες πηγές. Κι ενώ πολιτικά αντιλαμβανόταν την ουσία των πραγμάτων, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα γεγονότα με την ακρίβεια που είχαν γίνει. Πώς, όμως, είχαν γίνει; Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να σημειώσουμε πως εκείνη ακριβώς τη μέρα που η εφημερίδα του ΔΣΕ έδινε την παραπάνω είδηση, δηλαδή την 1η Μαρτίου 1948, ένα νέο δολοφονικό πογκρόμ εναντίον των δημοκρατικών φαντάρων, πιο φρικιαστικό, πιο εξοντωτικό και πιο ανελέητο από το προηγούμενο, είχε ως αποτέλεσμα να κοκκινίσει με αθώο αίμα ο άνυδρος βράχος της Μακρονήσου.

Η μεγάλη σφαγή

Ηταν πρωί Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948. Το προσκλητήριο στο Α` Ειδικό Τάγμα Οπλιτών Μακρονήσου έγινε κανονικά και οι 4.500 σκαπανείς άρχισαν να συγκεντρώνονται στο γήπεδο. Στους λόχους είχαν μείνει, όπως συνηθιζόταν, οι ασθενείς, οι νερουλάδες, οι γραφιάδες και οι μάγειροι. Μετά την έπαρση της σημαίας, οι στρατιώτες διατάχτηκαν να κινηθούν προς το θέατρο για να ακούσουν «θρησκευτική ομιλία», πράγμα που έκαμαν.
Τη στιγμή που είχαν φτάσει στο Θέατρο ο 7ος, ο 6ος, ο 4ος, και ο 3ος λόχος κατά σειρά, ενώ ο 2ος ήταν καθ’ οδόν και ο 1ος έτοιμος προς εκκίνηση (ο 5ος θα έμενε πίσω ως λόχος αγγαρείας), οι αλφαμήτες έφεραν προς τη συγκέντρωση σπρώχνοντας και δέρνοντας φαντάρους που ήταν ελεύθεροι υπηρεσίας λόγω ασθενείας. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την οργή των υπολοίπων φαντάρων που άρχισαν να διαμαρτύρονται.
Ο διοικητής του τάγματος Α. Βασιλόπουλος εκείνη τη μέρα έλειπε για δουλιά στη ΣΦΑ και χρέη διοικητού είχε αναλάβει ο ανθυπολοχαγός Μπέσκος Κωνσταντίνος, αν και υπερδιοικητής ήταν ο υπασπιστής Καρδάρας, ο οποίος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ανταπάντησε στις διαμαρτυρίες των φαντάρων με πυροβολισμό στον αέρα, που, απ’ ό,τι φαίνεται, ήταν το σύνθημα για να ξεκινήσει η αιματοχυσία. Αμέσως, ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος, άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό, αν και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους4.

Εν πάση περιπτώσει, μετά το μακελειό και με την επέμβαση στρατιωτικών που ενέπνεαν κάποιο σεβασμό στους φαντάρους (όπως ο ταγματάρχης Καραμπέκιος), τα πράγματα ηρέμησαν κάπως. Ο Βασιλόπουλος, που εν των μεταξύ επέστρεψε στο τάγμα, επιχείρησε να κερδίσει χρόνο παραπλανώντας τους φαντάρους: Εγγυήθηκε προσωπικά την ασφάλειά τους και δέχτηκε τα αιτήματά τους, που, ανάμεσα σε άλλα, ήταν να εξεταστεί η υπόθεση από διακομματική επιτροπή, να διαλευκανθεί πλήρως και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι.
Ετσι κύλησε το υπόλοιπο της τελευταίας ημέρας και νύχτας εκείνου του μαύρου Φλεβάρη: Με την οσμή του θανάτου απλωμένη παντού, μέσα στο πένθος και στη λύπη, με την ανησυχία της αβεβαιότητας, αλλά και με την ελπίδα πως τα χειρότερα είχαν τελειώσει.
Οταν ξημέρωσε η 1η Μαρτίου, νεκρική σιγή επικρατούσε σ’ ολόκληρο το στρατόπεδο. Τα νεύρα των στρατιωτών τεντωμένα κι οι καρδιές τους στο αποκορύφωμα της αγωνίας. Τι έμελλε να επακολουθήσει; Σε λίγο, δε θα υπήρχαν ερωτηματικά.
Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 9 η ώρα το πρωί, όταν στις ακτές του Α` Τάγματος εμφανίστηκε να περιπλέει ένα περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού. Το περιπολικό πλησίασε σχεδόν ξυστά στην ακτή. Στο κατάστρωμά του είχαν παραταχθεί ένοπλοι και δίπλα στα κανόνια του οι πυροβολητές ήταν έτοιμοι. Λίγα λεπτά αργότερα, μια φωνή ακούστηκε από τον τηλεβόα5:
«Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Το μήνυμα αυτό επαναλήφθηκε μερικές φορές ακόμα, κάθε φορά περισσότερο απειλητικό: «Σας δίνω – απειλούσε ο Μπαϊρακτάρης – 5 λεπτά προθεσμία ν’ αποχωριστείτε από τους κομμουνιστάς…». Και στη συνέχεια άρχισε να μετρά αντίστροφα: «τρία λεπτά… δύο λεπτά»6.
Την ίδια ώρα, περίπου 250 ένοπλοι και ροπαλοφόροι από το Γ` Τάγμα, κύκλωσαν τους σκαπανείς του πρώτου τάγματος από αριστερά με επικεφαλής τους Μιχ. Μπαρούχο και Μιχ. Σφακιανό7 ενώ το κέντρο και τη δεξιά πλευρά κάλυψε η μονάδα Ασφαλείας. Τέσσερα πολυβόλα έτοιμα να βάλλουν ανά πάσα στιγμή δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο διαφυγής στους στρατιώτες του Α` Τάγματος.
Σε λίγο άρχισε η επίθεση με εντολή του Μπαϊρακτάρη. Τα πρωτοπαλίκαρα του Μπαρούχου και του Σφακιανού, μαζί με τους Αλφαμήτες, ρίχτηκαν πάνω στους άοπλους σκαπανείς, στην αρχή με τα ρόπαλα και στη συνέχεια με τα όπλα. Οι νεκροί έπεφταν σωρό δίπλα στους ζωντανούς, που είχαν ξαπλώσει κάτω, παρακινούμενοι από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Ορισμένοι από τους πιο τολμηρούς του άοπλου τάγματος άρχισαν να αμύνονται, απαντώντας στις σφαίρες με πέτρες. Υστερα γίνηκαν περισσότεροι και σε λίγο όλο το τάγμα ξεκίνησε μια μάχη χωρίς ελπίδα, πετώντας βροχή από πέτρες στους πραιτοριανούς δολοφόνους του και υποχωρώντας συνεχώς προς τη μεριά της θάλασσας. Οταν οι άοπλοι στρατιώτες έφτασαν στη θάλασσα, αρκετοί έπεσαν στο νερό8 με την ελπίδα ότι εκεί θα έβρισκαν σωτηρία. Και τότε συνέβηκε κάτι που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί. Το περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού άρχισε να πυροβολεί εναντίον όσων βρίσκονταν στο νερό. «Εκεί – γράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας9 - γίναμε όλοι ένα κουβάρι. Κάποιος φώναξε να ψάλουμε τον Εθνικό Υμνο. Δε θα ξεχάσω τις φωνές μας. Εκοβαν τις λέξεις μια – μια με μια φωνή σα μαχαίρι. Στεκόμαστε όλοι προσοχή, αλληλοβασταζόμενοι με τους τραυματίες. Δυστυχώς ούτε και με τον Εθνικό Υμνο έπαψαν οι πυροβολισμοί».
Οταν κάποια στιγμή το μακελειό πήρε τέλος, ένα νέο μαρτύριο ξεκίνησε για τους φαντάρους του Α` Τάγματος: Βασανιστήρια, βρισιές εξευτελισμοί, αλλά και λαφυραγωγία από μέρους των «νικητών». Ολα αυτά και άλλα πολλά ενταγμένα σ’ ένα σκοπό: Στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων που ξεκινούσε από την απλή δήλωση μετανοίας. Η Μακρόνησος ήταν ένα αναμορφωτήριο συνειδήσεων, που έπρεπε να δικαιώσει το σκοπό για τον οποίο υπήρχε.
Στο μεταξύ, άρχισε και η «συγκομιδή» των νεκρών, ενώ 12 σκαπανείς συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές ως αρχηγοί της δήθεν εξέγερσης που προκάλεσε τα γεγονότα και 142 συνάδελφοί τους συνελήφθησαν ως πρωταίτιοι. Τέλος, 700 μετατέθηκαν στο Γ` Τάγμα.

Η διάσταση του εγκλήματος

Η είδηση για τη σφαγή των δημοκρατικών, αριστερών και κομμουνιστών φαντάρων στη Μακρόνησο, όπως ήταν φυσικό, στον Αθηναϊκό Τύπο πέρασε με την εκδοχή του επίσημου καθεστώτος. Ορισμένα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων είναι ενδεικτικά: «Οι κομμουνισταί προκάλεσαν τάραχος εις τη Μακρόνησον» έγραψαν τα «ΝΕΑ»10. Και η «ΒΡΑΔΥΝΗ» συμπλήρωσε: «…οι κομμουνισταί του 1ου Τάγματος επεχείρησαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Η φρουρά της νήσου επεμβάσα απεκατέστησε την τάξιν εξαναγκάσασα διά των όπλων τους κομμουνιστάς να αποσυρθούν εις τας θέσεις των»11. Η «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» ισχυριζόταν πως «μη «αποτοξινωθέντες» ακόμη κομμουνισταί στρατιώται έκαμαν στάσιν»12, ενώ η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» δε δίσταζε να ισχυριστεί με φασίζουσα ρητορική πως «μερικά μολυσμένα από το κομμουνιστικόν μικρόβιον και αθεραπεύτως νοσούντα άτομα εστασίασαν πριν επενεργηθή η θεραπεία, η οποία συντελείται εκεί, με μεγάλην υπομονήν και πάσαν φροντίδαν. Εστασίασαν και επατάχθησαν»13.
Για τη σφαγή στη Μακρόνησο, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην αρχή, έγραψε και ο Τύπος του Δημοκρατικού Στρατού. Το «Δελτίο Ειδήσεων του ΔΣΕ», μια μέρα μετά το μακελειό στο κύριο θέμα του με τίτλο «Μοναρχοφασιστικό έγκλημα στο Μακρονήσι» γράφει, μεταξύ άλλων, ότι «καμιά δικαιολογία δεν μπορεί να σκεπάσει τη θηριωδία των μοναρχοφασιστών δολοφόνων, που με την καθοδήγηση των Αμερικανών γκάνγκστερς που βρίσκονται στην Ελλάδα ξεπέρασαν και τους χιτλερικούς εγκληματίες»14. Τις επόμενες ημέρες, το «Δελτίο Ειδήσεων» σημειώνει: «Τέτοια εγκλήματα σαν το Μακρονήσι δεν τα έκαναν ούτε οι Γερμανοί»15. Κι ακόμη ότι: «Οι Αμερικανοί κατακτητές, εμπνευστές του εγκλήματος στο Μακρονήσι»16.
Η σύγκριση της σφαγής στο Μακρονήσι με τα εγκλήματα των χιτλερικών δεν ήταν τυχαία. Ηταν μια πραγματικότητα, που δεν μπορούσε κανείς να την αγνοήσει. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (ΠΔΚ), στη Διακήρυξή της με ημερομηνία 10/3/1948, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Οι Γερμανοί αντικαταστάθηκαν απ’ τους Αμερικανοάγγλους ιμπεριαλιστές. Το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου και τα άντρα της οδού Μέρλιν απ’ το Μακρονήσι και τη Γιούρα»17.
Ενα μήνα μετά τη σφαγή, η εφημερίδα «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» του ΔΣΕ δημοσίευσε στην τελευταία της σελίδα, κάτω από τον τίτλο «Στο Μακρονήσι» μια συγκλονιστική είδηση. «Νεώτερες ειδήσεις – έγραφε18 - αναφέρουν πως 250 φαντάρους δολοφόνησαν την 1η του Μάρτη οι άτιμοι, ύστερα από εντολή που πήραν από τον Φον Φλιτ. Οι εγκληματίες της Αθήνας έκρυψαν τον αληθινό αριθμό και είχαν πει πως είναι 17 οι νεκροί. Αλλοι 250 αθώοι πατριώτες δέσμιοι του αμερικανομοναρχισμού δίνουν το αίμα τους για να χορτάσουν οι μοναρχικοί λύκοι. Για τους άνανδρους που κάνουν τους παλικαράδες με άοπλους φαντάρους, για τους κοινούς δολοφόνους της ψευτοκυβέρνησης της Αθήνας ένα μόνο χρειάζεται: Εκδίκηση! Εκδίκηση!».
Το δημοσίευμα της «ΕΞΟΡΜΗΣΗΣ», σχετικά με τον αριθμό των νεκρών στο μακελειό της Μακρονήσου, πλησιάζει πολύ την αλήθεια. Ο γιατρός του Α` τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, πολλά χρόνια αργότερα, βεβαίωσε ότι ο ίδιος πιστοποίησε το θάνατο 180 σκαπανέων, τους οποίους η διοίκηση του στρατοπέδου και τα όργανά της φόρτωσαν στο αμπάρι ενός καϊκιού19. Ο καπετάνιος του καϊκιού Μ. Βονταμίτης, πριν πεθάνει, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για 350 νεκρούς που τους μετέφερε με δρομολόγια μακριά στον Κάβο Ντόρο, στο ξερονήσι Σαν Τζιόρτζιο. Εκεί περίμενε πολεμικό καράβι. «Οι ναύτες παίρνανε τους σκοτωμένους φαντάρους και τους χώνανε μέσα σε συρμάτινα δίχτυα με βαρίδια και τους φουντάρανε στο βυθό της θάλασσας»20.
Στο θέμα των νεκρών της Μακρονήσου κατά τις ημέρες της μεγάλης σφαγής η επίσημη πολιτεία κρατάει σιγήν ιχθύος. Τα επίσημα αρχεία του στρατού μιλούν μόνο για 17 νεκρούς, ενώ έχουν εξαφανιστεί τα αρχεία της ΒΧΙ Διεύθυνσης του ΓΕΣ, που ήταν και η διοικούσα αρχή του στρατοπέδου. Μάλιστα, η διεύθυνση ΒΧΙ θεωρείται ανύπαρκτη από το ΓΕΣ που δε δίνει κανένα στοιχείο γι’ αυτήν. Κάποτε το αίσχος αυτό πρέπει να πάρει τέλος.
1 Μ. Λουντέμη: «Είμαι καλά…», στη συλλογή «Τραγούδια της Αντίστασης», Εκδοτικό «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», Οκτώβρης 1951, σελ. 60
2 «ΒΗΜΑ», 2/3/1948
3 «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 1/3/1948
4 Ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για 5 νεκρούς και 14 τραυματίες (Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157). Η εφημερίδα «Μάχη» στις 13/7/1950 δημοσίευσε τα ονόματα 5 νεκρών και 10 τραυματιών (Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 288). Ο γιατρός του τάγματος Λ. Γεωργιλάκος, σε μαρτυρία του, κάνει λόγο για μεγάλο αριθμό τραυματισμένων, εκ των οποίων οι 10 ήσαν βαριά (Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 91) κ.ο.κ.
5 Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο» σελ. 290-291
6 Ν. Μάργαρη: «Ιστορία της Μακρονήσου», εκδόσεις «Δωρικός», τόμος Β`, σελ. 34
7 Β. Βαρδινογιάννη – Π. Αρώνη: «Οι μισοί στα σίδερα», εκδόσεις «Φιλίστωρ», σελ. 157 και Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 291
8 Λέγεται ότι από τους 4.500 σκαπανείς του Α` Τάγματος οι 2.000 έπεσαν στο νερό (Βλέπε: Ευάγγελος Μαχαίρας: «Πίσω από το Γαλανόλευκο Παραπέτασμα», εκδόσεις «Προσκήνιο», σελ. 292
9 Γιώργος Δ. Γιαννόπουλος: «Μακρόνησος: Μαρτυρίες ενός φοιτητή 1947-1950», εκδόσεις «Βιβλιόραμα», σελ. 77
10 «ΤΑ ΝΕΑ», 1/3/1948
11 «ΒΡΑΔΥΝΗ» 1/3/1948
12 «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» 2/3/1948
13 «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 4/3/1948
14 ΔΣΕ «Δελτίο Ειδήσεων», 2/3/1948
15 στο ίδιο, 3/3/1948
16 στο ίδιο, 4/3/1948
17 «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 15/3/1948
18 «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» 1/4/1948
19 Φιλ. Γελαδόπουλου: «Μακρόνησος – Η μεγάλη σφαγή του 1948», εκδόσεις «Αλφειός», σελ. 182
20 στο ίδιο, σελ. 190-191
rizospastis

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου