Του Θεόδωρου Κουτρούκη
Οι μάγκες δεν υπάρχουν πια…
Οι παρακάτω
σκέψεις καταγράφηκαν με αφορμή ένα τηλεφώνημα, με το οποίο μου ζητήθηκε να
συμμετέχω σε ένα ψηφοδέλτιο που θα διεκδικήσει την διοίκηση ενός
αυτοδιοικητικού θεσμού στο νομό Θεσσαλονίκης (*).
Τον ερχόμενο
Μάιο θα διεξαχθούν οι δημοτικές εκλογές, οι οποίες θα συνοδευτούν από την
ολοκλήρωση της πρώτης περιόδου των Μνημονίων στη χώρα μας και τις παράπλευρες
συνέπειες για την αυτοδιοίκηση. Με βάση τα υφιστάμενα δεδομένα, φαίνεται ότι
για αρκετά χρόνια ακόμη οι στρόφιγγες της χρηματοδότησης και των ιδίων πόρων
της τοπικής αυτοδιοίκησης θα είναι κλειστές.
Οι πολίτες
θα κληθούν να αναδείξουν δημοτικούς άρχοντες, γνωρίζοντας (;) ότι οι τελευταίοι
θα έχουν δεμένα τα χέρια τους, αναφορικά με τις οικονομικές δυνατότητες των
ΟΤΑ. Ασφαλώς θα περιμέναμε ότι όλα αυτά θα αποτελούσαν αντικείμενο της
προεκλογικής συζήτησης.
Του κάκου:
είναι πολύ πιθανό ότι οι υποψήφιοι κοινής κοπής θα συνοδεύσουν την καμπάνια
τους με υποσχέσεις περί παντός του επιστητού (μικρορουσφέτια, διορισμοί με
ποικιλόμορφες συμβάσεις κ.λπ.), χωρίς ασφαλώς να πιστεύουν ούτε λέξη από αυτά
που λένε. Αντιθέτως θα αρχίσουν να περιφέρονται στους ανά γειτονιά καφενέδες
επιδιώκοντας με κούφια λόγια να αποσπάσουν την ψήφο των συμπολιτών μας. Στις
ερωτήσεις των πολιτών, σχετικά με τους λόγους που παρακίνησαν έναν υποψήφιο να
διεκδικήσει τη λαϊκή ψήφο θα επινοηθούν ή θα υπονοηθούν απίστευτες απαντήσεις
όπως ότι είμαι «κολλητός», είμαι «ωραίος τύπος», είμαι «μάγκας».
Υπάρχει
ελπίδα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είναι θετική αν εμφανιστούν ομάδες πολιτών
που -ενόψει της ερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης- ανοίξουν την σε βάθος συζήτηση
για τα προβλήματα και τις λύσεις τους.
Αν
σκιαγραφηθεί ένα κοινό όραμα και αναπτυξιακό πρόγραμμα και μελετηθεί πως θα κινητοποιηθούν όλοι οι
διαθέσιμοι εθνικοί και κοινοτικοί πόροι (ΚΑΠ, ΣΑΤΑ, ΕΣΠΑ, Jessica, URBACT II,
ΕΤΕπ, ΟΑΕΠ, ΕΤΕΑΝ, κ.λπ.) και τα αυτοχρηματοδοτούμενα έργα…
Αν εκφρασθεί
μια νέα αντίληψη διοίκησης που θα καταδικάζει την συνήθη πελατειακή διαχείριση…
Αν συστηθεί
μια ομάδα εμπειρογνωμόνων που θα μελετήσει τα τρέχοντα προβλήματα και
παρουσιάσει κοστολογημένες και υλοποιήσιμες λύσεις για αυτά…
Τότε, στους
σημερινούς χαλεπούς καιρούς που η μεθοδολογία διοίκησης των ΟΤΑ και διαχείρισης
των τοπικών υποθέσεων απαιτεί υψηλής στάθμης ικανότητες και δεξιότητες, τα νέα
για τους «μάγκες» δεν θα είναι ευχάριστα. Την τελευταία
φορά που εθεάθησαν ήταν πολύ κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές. Η λαϊκή ψήφος
θα καθορίσει την τύχη τους.
(*) Για
λόγους εχεμύθειας, ως προς τον συνομιλητή μου, δεν θα σας πω τι απάντησα στο
τηλεφώνημα.
Πορτοκαλί όνειρα στα 3,05 μ.
«Σκρήν, Δημήτρη, Σκρήηην», ούρλιαξε ο προπονητής από τον
πάγκο στην πλάγια γραμμή του γηπέδου, ενώ το μουστάκι του κόντευε να ξεκολλήσει
από την υπερένταση. Το ψηλόλιγνο αγόρι με τις επιγονατίδες, κάλυψε με το σώμα
του τον συμπαίκτη του. Εκείνος, ελεύθερος πια από το μαρκάρισμα του αντίπαλου,
έκανε ένα αβίαστο σουτ και η μπάλα έπεσε απαλά μέσα στο καλάθι. Οι λιγοστοί
θεατές στις κερκίδες του γηπέδου του Βυζαντινού Αθλητικού Ομίλου τινάχτηκαν από
τις θέσεις τους. Το παιχνίδι τελείωσε με νίκη του Τυφώνα. Ωστόσο, το πρωτάθλημα
είχε ακόμη μακρύ δρόμο.
Η δεκαετία του ’80 είχε μόλις ανατείλει. Δεν είχαν περάσει
ούτε επτά μήνες από τότε που ο Δημήτρης είχε εκδώσει δελτίο αθλητή στην ομάδα
της γειτονιάς του. Πόσο γοργά χτυπούσε η καρδιά του όταν γύρισε σπίτι με μια
κατακόκκινη στολή, που είχε το νούμερο 5 στην πλάτη; Το διάλεξε για να μοιάσει
στον «αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ. Είχε την αφίσα του Βασίλη Γκούμα πάνω
από το κρεβάτι του. Μαζί με τις αφίσες του Καστρινάκη, του Μάνθου Κατσούλη, του
Κορωναίου, του Χάρη Παπαγεωργίου. Είχε γεμίσει με αστέρια του μπάσκετ το
δωμάτιο του. Είχε αστέρια και στα πάνινα βυσσινί αθλητικά του παπούτσια. Τα
είχε αγοράσει μαζί με ένα ζευγάρι κάτασπρες αθλητικές κάλτσες μέχρι το
γόνατο.
Το σπόρ αυτό δεν ήταν τότε διαδεδομένο. Οι περισσότεροι
αγώνες γίνονταν ακόμη σε ανοικτά γήπεδα με ξεθωριασμένες μπασκέτες, καμία φορά
σε άσχημες καιρικές συνθήκες. Τα ξύλινα παρκέ της Ευρώπης και της Αμερικής ήταν
σχεδόν άγνωστα. Τα τρίποντα δεν είχαν ακόμη επινοηθεί. Η Ελλάδα του 1980 έπαιζε
μπάσκετ από χόμπι.
Ωστόσο, σιγά σιγά η πορτοκαλί μπάλα έμπαινε περισσότερο στη
ζωή των Ελλήνων. Ο Νέος Κόσμος έστειλε τον Νίκο Γκάλη. Έστειλε και τα βίντεο με
τις τιτανομαχίες των σπουδαιότερων αθλητών της γης που ξεδίπλωναν το σπουδαίο
ταλέντο τους στα παιχνίδια Ανατολής- Δύσης και στους πολλαπλούς τελικούς
ανάμεσα στις ομάδες του Λος Άντζελες και της Βοστώνης. Πόσα πρωινά της Δευτέρας
στο σχολείο δεν προσπάθησε ο Δημήτρης να μιμηθεί μια πάσα ή μια προσποίηση που
είχε δει στο Σαββατιάτικο μαγνητοσκοπημένο παιχνίδι στην ΕΡΤ, που περιέγραφε με
τη χαρακτηριστική βαθιά φωνή του ο Φίλιππος Συρίγος;
Η σειρά των αγώνων στο πρωτάθλημα των παιδικών ομάδων ήταν
ατελείωτη. Ατελείωτες ήταν και οι προκλήσεις καθώς η μικρή συνοικιακή ομάδα
είχε να αντιμετωπίσει βαριά ονόματα: ΠΑΟΚ, Άρης, ΧΑΝΘ. Άλλοτε με νίκες, άλλοτε
πάλι με ήττες, κατάφερνε πάντοτε να αγωνίζεται με αξιοπρέπεια. Ώσπου, ήρθε η
ώρα ενός κρίσιμου παιχνιδιού που θα έκρινε την συμμετοχή της ομάδας του στα
προημιτελικά.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ καλός σε εκείνον τον αγώνα. Έτρεχε,
πηδούσε για το ριμπάουντ, σημείωνε καλάθια. Η αντίπαλη ομάδα, όμως, ήταν
πανίσχυρη. Σε ολόκληρο το παιχνίδι η έκβαση ήταν αμφίρροπη. Ο αγώνας έληξε
ισόπαλος. Ακολούθησε η παράταση. Λίγο πριν το τέλος, ο Δημήτρης πήρε την μπάλα
κοντά στο καλάθι. Προσποιήθηκε ότι θα σουτάρει και τελικά πάσαρε την μπάλα σε
ένα συμπαίκτη του. Εκείνος αστόχησε. Ο αγώνας έληξε. Η ομάδα του έχασε την
ευκαιρία να προκριθεί. Οι κόποι δεν φέρνουν πάντοτε αποτέλεσμα.
Η ώρα είχε περάσει. Έφυγαν οι λιγοστοί θεατές. Έμεινε μόνο η
Κατερίνα, που πλησίασε στον πάγκο του ανοικτού γηπέδου. Κάθισε δίπλα στον
Δημήτρη. Η κόκκινη φανέλα του ήταν ακόμη μούσκεμα. Πέρασε το χέρι της πίσω από
την πλάτη του και το ανέβασε αργά, σχεδόν νωχελικά. Τα δάκτυλα της ταξιδέψαν
μέσα στα ιδρωμένα μαλλιά του. Μισόκλεισε για λίγο τα μάτια του. Στην οθόνη του
μυαλού του πέρασαν όλα: οι πολλές ώρες που ξόδεψε στην προπόνηση, το περιοδικό
«Σούπερ Μπάσκετ» που διάβαζε, τα παγωμένα αποδυτήρια, όπου φορούσε τη φόρμα
του, οι αγώνες του αμερικανικού πρωταθλήματος που παρακολούθησε. Οι θυσίες που
απαιτούνται για τη διάκριση.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένιωσε λες και η Κατερίνα δεν ήταν
πια δίπλα του. Ο φύλακας είχε σβήσει τα φώτα. Το φεγγάρι, εκείνη τη βραδιά είχε
ένα ασυνήθιστο πορτοκαλί χρώμα. Ήταν σα να είχε ακινητοποιηθεί πάνω από τη μπασκέτα.
Η πρόκληση τον μαγνήτισε. Λύγισε τα γόνατα και πήδηξε ψηλά. Τα χέρια του
έφτασαν ψηλότερα από τα 3,05 μέτρα. Έπιασε γερά εκείνη την πορτοκαλί μπάλα και
την κάρφωσε με δύναμη στο καλάθι. Όπως στα όνειρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου