Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Άρθρο από το CHRONIKA (έκδοση. 67-7 έτος 2000) - Οι εγκληματίες ήρθαν το απόγευμα -Δεκάδες χιλιάδες Έλληνες απαιτούν αποζημιώσεις για τα ναζιστικά εγκλήματα στη χώρα τους

Αναδημοσίευση από το site distomo-griechenland.de του Jürgen Rompf

του Αρν Στρόμαγιερ



Κάθε φορά που ο Αργύρης Ν. Σφουντούρης σκέφτεται τη χώρα των Γερμανών, το κάνει με «πληγωμένη ψυχή». Κι αυτό το αλλαγμένο απόφθεγμα του Γκαίτε έχει την αιτία του: Όταν ο Έλληνας αυτός, που σήμερα ζει και εργάζεται στη Ζυρίχη και την Αθήνα ως καθηγητής Πανεπιστημίου, ήταν τεσσάρων ετών, έγινε μάρτυρας ενός τρομερού γεγονότος, που μέχρι σήμερα καθορίζει τη ζωή του. Ήταν απόγευμα της 10ης Ιουνίου 1944 - τέσσερις ημέρες μετά την εισβολή των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμαντί, όταν άνδρες του 2ου και 10ου τάγματος του 7ου συντάγματος της 4ης μεραρχίας αστυνομικών και τεθωρακισμένων Grenadier των Ες Ες μπήκαν στο χωριό Δίστομο κοντά στη Λειβαδιά Βοιωτίας και διέπραξαν την φρικτή σφαγή του άμαχου πληθυσμού.
Το σπίτι της οικογένειας Σφουντούρη βρισκόταν στην κάτω πλατεία του χωριού, ο πατέρας Νίκος είχε εκεί ένα μπακάλικο. Ο μικρός Αργύρης ήταν μαζί με τις αδελφές του Αστέρω (εννιά ετών), Κονδύλια (έξι ετών) και τον πατέρα του στον επάνω όροφο του σπιτιού.
Η μητέρα είχε πάει με την αλογάμαξα για ψώνια στη Λειβαδιά. Κατόπιν εντολής των γερμανών στρατιωτών ο πατέρας υποχρεώθηκε να κλείσει το μαγαζί. Από το παράθυρο μπορούσαν να επιβλέπουν την πλατεία του χωριού. Εκεί οι Γερμανοί σκότωσαν αρχικά δώδεκα άοπλους ομήρους, που είχαν φέρει μαζί τους. Ύστερα, μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, πήγαν από σπίτι σε σπίτι και σκότωσαν τους ανθρώπους που έβρισκαν κι έβαλαν φωτιά στα σπίτια. Όταν οι στρατιώτες προσπάθησαν να πυροδοτήσουν μια αποθηκούλα του μαγαζιού στο ισόγειο του σπιτιού του Νίκου Σφουντούρη, ο πατέρας κατέβηκε τη σκάλα για να μιλήσει με τους Γερμανούς. Τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν με μια σφαίρα στο κεφάλι δίπλα στο πηγάδι του χωριού, που ήταν εκεί κοντά. Για πολλή ώρα τα παιδιά τον έβλεπαν από το κρυσφύγετό τους να κείτεται εκεί. Προστατευμένοι από τους καπνούς του καιγόμενου σπιτιού το αγόρι και τα κορίτσια ξέφυγαν και κρύφτηκαν σ' ένα χωράφι με σπαρτά δίπλα στον κήπο τους. Μόνον όταν εσίγησαν οι πιστολιές και οι ομοβροντίες των πολυβόλων και στο χωριό επήλθε «νεκρική σιγή» (καθώς φαίνεται οι στρατιώτες είχαν αποχωρήσει) έτρεξαν τα παιδιά στην άλλη άκρη του χωριού στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, οι οποίοι επέζησαν.
Την επόμενη ημέρα έφεραν και τη μητέρα νεκρή στο χωριό. Καθώς επέστρεφε με την αλογάμαξα από τα ψώνια στη Λειβαδιά την είχε συναντήσει πέντε χιλιόμετρα έξω από το Δίστομο το απερχόμενο τάγμα . Οι Γερμανοί πυροβόλησαν αμέσως την ίδια, ένα ανδρόγυνο, που ήταν μαζί της και το άλογο. Όλοι τους σκοτώθηκαν επί τόπου. Εδώ τελειώνει η περιγραφή του Αργύρη Σφουντούρη.



Κόλαση αίματος

Όλα τα άλλα που συνέβησαν στον τόπο αυτό ο καθηγητής Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος ερεύνησε αναλυτικά τη σφαγή αυτή, τα χαρακτηρίζει «Κόλαση αίματος». Μιλάει για «σαδιστικές παρεκτροπές». Σκότωσαν ανεξέλεγκτα άνδρες και παιδιά, βίασαν και κατασφάγιασαν γυναίκες, πολλές τις ακρωτηρίασανε τα στήθη, έγκυες τις ανοίξανε την κοιλιά, μερικά θύματα δολοφονήθηκαν κτηνωδώς με τις μπαγιονέτες, άλλους τους έκοψαν το κεφάλι ή τους έβγαλαν τα μάτια, αναφέρεται σε εκθέσεις αυτόπτων μαρτύρων (περιοδικό «Spiegel», 1/1998). Ο απολογισμός του Αποκαλυπτικού αυτού απογεύματος: δολοφονήθηκαν 218 άμαχοι πολίτες, ανάμεσα τους 24 παιδιά ηλικίας ενός έως δέκα ετών και τέσσερα βρέφη ηλικίας δύο έως έξι μηνών. Μετά τη σφαγή ο αξιωματικός των ΕςΕς Φριτς Λάουτενμπαχ αναφέρει στην «έκθεση μάχης» του της 11ης Ιουνίου 1944: «Αφού εκκαθαρίσθηκε το χωριό, καταμετρήθηκαν συνολικά 250 έως 300 νεκροί ύποπτοι συμμορίτες και συγγενείς συμμοριτών, στη συνέχεια πυροδοτήθηκαν και τα υπόλοιπα σπίτια.»

Τα παρακάτω συμβάντα είχαν οδηγήσει στη σφαγή: Το πρωί της 10ης Ιουνίου οι γερμανοί στρατιώτες είχαν μπει στο Δίστομο και ανακρίνανε τον δήμαρχο και τον παπά. Ήθελαν να πάρουν πληροφορίες σχετικά με την διαμονή και την παρέλαση ανταρτών από εκεί. Και πράγματι την προηγούμενη ημέρα είχαν φθάσει στο χωριό 30 αντάρτες, που όμως συνέχισαν το δρόμο τους για το γειτονικό χωριό Στείρι. Κατά το μεσημέρι ο Λάουτενμπαχ μαζί με μία φάλαγγα μηχανών πήγε για ανίχνευση στο Στείρι. Λίγο πριν φθάσουν εκεί τους πυροβόλησαν αντάρτες. Παρά την ενίσχυση της ομάδας τους οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να συντρίψουν την ομάδα των ανταρτών.

Εκδίκηση ωμής βίας

Γύρω στις 17.30 η μονάδα έφθασε πάλι στο Δίστομο για να πάρει ωμή εκδίκηση. Γιατί κατηγόρησαν τον πληθυσμό ότι συμμάχησε με τους αντέρτες και ήταν ακριβέστερα ενημερωμένος για τη διαμονή τους. Αργότερα, στην «έκθεση μάχης» του ο Λάουτερμπαχ ισχυρίσθηκε ότι η ομάδα του, στο δρόμο της επιστροφής από το Στείρι για το Δίστομο, δέχθηκε επίθεση με οβίδες, αυτόματα πολυβόλα και όπλα, οπότε εκείνος διέταξε αντεπίθεση και άνοιξε «πυρ». Όμως ένας πράκτορας της Μυστικής Αγροτικής Αστυνομίας που είχε συνοδεύσει την ομάδα, δήλωσε αργότερα στη Γενική Διεύθυνση ότι η περιγραφή αυτή δεν αληθεύει. Ύστερα από εκτεταμένη έρευνα του εντολοδόχου κέντρου στη Θεσσαλονίκη ειπώθηκε ότι πράγματι από την πλευρά του χωριού δεν υπήρξε καμία «επαφή με τον εχθρό ή επίδραση στον εχθρό». Μ' αυτό λοιπόν η Γενική Διοίκηση επιβεβαίωνε ότι η επίθεση αυτή δεν ήταν κάποιο μέτρο της πολεμικής ηγεσίας, αλλά σφαγή. Παρόμοιες βίαιες πράξεις και σφαγές διαδραματίσθηκαν πολλές στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά - κάτι που σχεδόν δεν είναι γνωστό. Οι ιστορικοί τοποθετούν τις δολοφονίες του Δίστομου, του Κομμένου (317 νεκροί), των Καλαβρύτων (πάνω από 1 000 νεκροί) κι αλλού στην ίδια σειρά με αυτά του Οραντούρ (642 νεκροί) και του Λίντιτσε (198 νεκροί). Συνολικά, σύμφωνα με στοιχεία από την Ελλάδα, οι στρατιώτες του Χίτλερ κατέστρεψαν ολοτελώς 460 μέρη, περίπου 30 000 άνθρωποι φονεύθηκαν ως όμηροι ή ως θύματα αντί¬ποινων μέτρων από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. (Όμως ο αριθμός των θυμάτων πολέμου είναι πολύ υψηλότερος, εκτός τούτου 60 000 Εβραίοι εκτοπίσθηκαν από την Ελλάδα και δολοφονήθηκαν.)
Τα «εξιλαστήρια μέτρα» βασίζονταν στη διαταγή του Φύρερ από την 16η Δεκεμβρίου 1942, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να εφαρμοθούν «τα πιο βίαια μέτρα» για την καταπολέμηση των συμμοριτών. «Για το λόγο αυτό το στράτευμα έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση σ' αυτόν τον πόλεμο να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, που θα οδηγήσει στην επιτυχία, ακόμα και κατά των γυναικών και των παιδιών ... Κανένας Γερμανός, που θα τεθεί στην καταπολέμηση των συμμοριτών και των οπαδών τους δεν επιτρέπετεαι να τιμωρηθεί από πειθαρχικό όργανο ή στρατοδικείο λόγω της δράσης του αυτής» αναφέρονταν στη διαταγή του Χίτλερ. Σύμφωνα με μια οδηγία του αρχιστράτηγου Βίλχελμ φον Κάιτελ από την 16η Σεμπτεμβρίου 1941 ίσχυε ως δίκαιο αντίποινο μέτρο η δολοφονία 50-100 άοπλων ατόμων - στη γλώσσα των Ναζιστών εν συντομεία «κομμουνιστές» ή «συμμορίτες» -έναντι της ζωής ενός γερμανού στρατιώτη.
Το ποιος ήταν «κομμουνιστής» ή «συμμορίτης» αυτό το καθόριζε - όπως ο αξιωματικός Λάουτενμπαχ στο Δίστομο - ο εκάστοτε οπλαρχηγός. Η οδηγία του Χίτλερ περί μη ποινικής δίωξης επιρέαζε τη γερμανική Δικαιοσύνη ακόμη και μετά το 1945. Τελικά αναστατωμένος ο Αργύρης Ν. Σφουντούρης δηλώνει σήμερα: «Κανένα μεταπολεμικό γερμανικό δικαστήριο δεν εκδίκασε τους φονιάδες του Δίστομου. Διεκόπησαν όλες οι ανακριτικές έρευνες». Γερμανοί δικαστές και εισαγγελείς Απεκαλέσθηκαν, σ' αυτήν και σε άλλες υποθέσεις, το γεγονός ότι «εξιλαστήρια» και «αντίποινα» μέτρα κατά του άμαχου ελληνικού πληθυσμού καλύπτονταν από το Δίκαιο των Λαών, μια και οι αντάρτες διέπρατταν αιφνιδιασμούς καταπατώντας το Δίκαιο αυτό.

Καμία αποζημίωση

Αυτή ήταν η αντίληψη περί δικαίου όλων των ομοσπονδιακών κυβερνήσεων μέχρι τώρα. Σε μία επίσημη τοποθέτηση της γερμανικής Πρεσβείας (έμμεσα δηλαδή του Υπουργείου Εξωτερικών στη Βόννη το 1995) αναφερόταν: «Σύμφωνα με την άποψη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αντίποινα μέτρα όπως στο χωριό Δίστομο δεν πρέπει να ερμηνεύονται ως ναζιστική δράση, της οποίας τα θύματα ζημιώθηκαν λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της αντίθετης στάσης τους, αλλά ως μέτρα στα πλαίσια διεξαγωγής του πολέμου σαν αντίδραση στις επιθέσεις των ανταρτών. Για το λόγο αυτό δεν υπόκεινται στον Κανονισμό της Ομοσπονδίας περί αποζημιώσεως ναζιστικών αδικημάτων αλλά στο σύμπλεγμα ζητημάτων των επανορθώσεων.»
Όμως καμία ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη να ξετυλίξει το θέμα αυτό εκ νέου. Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία ήταν: Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν πολυάριθμες συμφωνίες με αντικείμενο τους τις πληρωμές επανορθώσεων. Για παράδειγμα η Συνθήκη του Πότσνταμ του 1945 που έδεινε στους συμμάχους το δικαίωμα να κατασχέσουν γερμανικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, ή η Συνθήκη των Παρισίων του 1946, που προέβλεπε την κατανομή πληρωμών των επανορθώσεων ανάμεσα σε 18 κράτη - μεταξύ αυτών και στην Ελλάδα. Όμως στη Συνθήκη Οφειλών του Λονδίνου του 1952 καθορίστηκε η αναβολή των πληρωμών των αποζημιώσεων ωσότου γίνει σύναψη Συνθήκης Ειρήνης με τα κράτη που είχαν απαιτήσεις. Αλλά μέχρι σήμερα δεν υπάρχει Συνθήκη Ειρήνης με τη Γερμανία, και μισόν αιώνα μετά τόν πόλεμο το θέμα αυτό δεν έχει θέση στην ημερήσια διάταξη.

Η Συμφωνία Δύο-Συν-Τέσσερις, η οποία κανονίζει τη γερμανική ενοποίηση με τους πρώην αντιπάλους πολέμου και θέτει τέλος στην μεταπολεμική περίοδο, δεν πρέπει, σύμφωνα με γερμανικές απόψεις, να θεωρείται Συνθήκη Ειρήνης, και επί πλέον οδήγησε σε παύση των απαιτήσεων των πρώην αντίπαλων κρατών. Εκτός αυτού, επιχειρηματολογεί η γερμανική πλευρά, το 1960 η Αθήνα έλαβε 115 εκατομμύρια Μάρκα για τα θύματα, που διώχθηκαν από τους ναζιστές «λόγω της φυλής, της θρησκείας ή της κοσμοθεωρίας τους». Σ' αυτό όμως οι Έλληνες αποκρίνονται λέγοντας ότι τα χρήματα αυτά διατέθηκαν αποκλειστικά σε Εβραίους που επέζησαν. Εκκρεμεί επίσης και η απαίτηση σχετικά με το αναγκαστικό δάνειο, που είχαν πάρει τότε οι γερμανικές κατοχικές δυνάμεις από την Ελληνική Κρατική Τράπεζα. Σύμφωνα με την σημερινή αξία ανέρχεται στα 3,5 δισεκατομ-μύρια Μάρκα. Μέχρι σήμερα η Γερμανία ούτε ένα πφένιχ δεν έχει πληρώσει πίσω από τα χρήματα αυτά

Σκληρή γερμανική στάση

Ούτε στα θύματα του Δίστομου αλλά ούτε και παρόμοιων σφαγών δεν έχει χορηγηθεί ποτέ κάποια αποζημίωση. Η γερμανική θέση (καθώς φαίνεται και της κυβέρνησης Σρέντερ) παραμένει αμετάβλητη. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτή το θέμα θεωρείται λήξαν. Είναι όμως πράγματι έτσι; Από τότε που διατυπώθηκαν δυνατά και από την Αμερική αξιώσεις αποζημίωσης σχετικά με τους κρατούμενους σε εξαναγκαστικά έργα έχει επέλθει μια κάποια ευαισθητοποίηση στο Βερολίνο.
Στην Ελλάδα εκκρεμούν γύρω στις δέκα χιλιάδες δίκες σχετικά με τις αποζημιώσεις. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση καταδικάσθηκε με δύο δικαστικές αποφάσεις να πληρώσει αποζημίωση και επανόρθωση. Στην πρώτη απόφαση το Εφετείο Λειβαδιάς αποφάνθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1997 ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας πρέπει να πληρώσει 60 εκατομμύρια αποζημίωση στους 229 ενάγοντες από το Δίστομο. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν συμμετείχε μεν στη δίκη, αλλά κατέθεσε αίτηση αναιρέσεως κατά της απόφασης. Η υπόθεση βρίσκεται τώρα στο Ανώτατο Ελληνικό Δικαστήριο, στον Άρειο Πάγο Αθηνών. Παράλληλα με τη δίκη αυτή μερικοί επιζώντες της σφαγής του Δίστομου, απαιτώντας αποζημιώσεις, κατέθεσαν αγωγή κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο Πρωτοδικείο Βόννης, που όμως απορρίφθηκε στις 23 Ιουνίου 1997. Και η έφεση στο Εφετείο Κολωνίας απορρίφθηκε στις 27 Αυγούστου 1998. Επειδή όμως εγκρίθηκε η αίτηση επανεξέτασης της υπόθεσης ασχολείται τώρα μ' αυτήν το Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο.
Ένας από τους μηνυτές είναι ο Αργύρης Ν. Σφουντούρης. Με μεγάλη ακρίβεια έχει καταγράψει σ' έναν κατάλογο τις προσωπικές, υλικές του απώλειες. Μαζί με την ανεπανόρθωτη απώλεια των γονέων του αναφέρει: 1. Για τα ανήλικα, ορφανά παιδιά απώλεια του γονικού εισοδήματος, που προέρχονταν από το κατάστημα του πατέρα και την οικογενειακή αγροτική δραστηριότητα, σύμφωνα με σημερινές τιμές αγοράς γύρω στις 74 000 Μάρκα ετησίως. Για το καμμένο σπίτι συμπεριλαμβανομένου και του καταστήματος και της αποθήκης δηλώνει ζημίες ύψους 135.000 Μάρκων, για τα έπιπλα και τα λοιπά αντικείμενα στο πατρικό σπίτι 43.000 Μάρκα, για το κατεστραμμένο εμπόρευμα στο κατάστημα και την αποθήκη 49.000 Μάρκα, σύνολο 301.000 συν την ετήσια συνέχιση του γονικού εισοδήματος για τα παιδιά μέχρι την ενηλικίωση τους.
Σχετικά με τις απαιτήσεις αυτές των Ελλήνων (αλλά και από άλλες χώρες) ξέσπασε σφοδρά διαμάχη. Έτσι, σύμφωνα με τον ειδικό για το Διεθνές Δίκαιο Καρλ Ντέρινγκ από την Χαϊδελμβέργη, δεν υφίστανται πλέον αξιώσεις αποζημίωσης. Το επιχείρημα του: Η Γερμανία πλήρωσε για επανόρθωση προς πολλές κατευθύνσεις. «Το αν όμως οι πληρωμές για επανόρθωση έφτασαν πράγματι ως τα ζημιωμένα άτομα ή τις ζημιωμένες ομάδες ατόμων, αυτό δεν είναι αντικείμενο ελέγχου των Γερμανών, και η πραγματική επανόρθωση σε μεμονωμένες περιπτώσεις δεν υπόκειται στο πεδίο γερμανικής ευθύνης.» Τελείως διαφορετικά βλέπει τα πράγματα ο Νόρμαν Παίχ, επίσης εξειδικευμένος στο Διεθνές Δίκαιο. Παραθέτουμε εν συντομία το δικό του επιχείρημα: Οι απαιτήσεις για αποζημιώσεις προκύπτουν γενικώς από την παραβίαση καθηκόντων στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου. Η επίθεση στην Ελλάδα της 6ης Απριλίου 1941 και το κατοχικό καθεστώς στη συνέχεια παραβίασαν την απαγόρευση επιθετικού πολέμου, που καθορίζεται στη Συνθήκη Briand-Kellog της 27ης Αυγούστου 1928. Γι' αυτό, αυτός που επιτίθεται είναι υποχρεωμένος να επανορθώσει. Επί πλέον η σφαγή στο Δίστομο κι όλες οι άλλες είναι ξεκάθαρα παραβίαση του άρθρου 23 του Κανονισμού Χερσαίου Πολέμου της Χάγης. Σύμφωνα μ' αυτό απαγορεύεται από πλευράς πολεμικού διεθνούς δικαίου να δολοφονούνται ύπουλα τα μέλη του εχθρικού λαού και να καταστρέφονται οι περιουσίες τους. Απ' αυτή τη σκοπιά τα ναζιστικά «εξιλαστήρια» μέτρα είναι ολοφάνερα σφαγές του άμαχου πληθυσμού. «Αυτού του είδους παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου υποχρέωναν βασικά τον κατηγορούμενο να αναλάβει την ευθύνη για τα εγκλήματα πολέμου που διεπράχθησαν το έτος 1944, και τον υποχρέωναν επίσης να καταβάλλει αποζημίωση.» Αυτή η τελευταία πρόταση είναι από την απόφαση του εφετείου της Κολωνίας στις 27 Αυγούστου 1998, αν και τελικά το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή - για πολιτικούς ίσως λόγους; Ο Παίχ βλέπει ως δεδομένη την αξίωση αποζημίωσης των επιζόντων θυμάτων σφαγής ή των απογόνων τους και από πλευράς κρατικής ευθύνης για παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου από την Βέρμαχτ σύμφωνα με την παράγραφο 839 του Αστικού Δικαίου.

Ο Ράου επισκέπτεται τα Καλάβρυτα

Άραγε να τα βλέπει έτσι και το Ανώτατο Γερμανικό Δικαστήριο; Στις 29.6.2000 ήθελε να αποφανθεί σχετικά με τις αξιώσεις των Ελλήνων - αρ. πρωτ.: III ZR 245/98. Όμως στη συγκεκριμένη ημερομηνία δεν πάρθηκε απόφαση. Προφανώς αντιμετωπίζει το δικαστήριο προβλήματα. Η ανακοίνωση της απόφασης μετατέθηκε για τις 9.11.2000. Τον Απρίλιο ο γερμανός πρόεδρος της Δημοκρατίας Γιοχάννες Ράου επισκέφτηκε τη μικρή πόλη Καλάβρυτα στην Πελοπόννησο, τον τόπο των «ορφανών και χήρων γυναικών». Γιατί εκεί, μετά τη σφαγή που διέπραξαν γερμανοί στρατιώτες στις 13 Δεκεμβρίου 1944, για πολύ καιρό δεν υπήρχαν άντρες. Είναι η πρώτη φορά που κάποιος υψηλός εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης επισκέπτεται έναν από τους τόπους του τρόμου στην Ελλάδα.

Μετάφραση, στα ελληνικά: Σοφία Γεωρναλλίδη
© Arn Strohmeyer







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου