Τετάρτη 6 Απριλίου 2011

ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ - βιογραφία . Από τους ''Ρεμπέτικους διαλόγους''

 Αναδημοσίευση/πηγή: Ρεμπέτικοι διάλογοι, του σπουδαίου φίλου και μουσικού Άλκη Μαύρου


ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ
Σάμος 1904 - Αθήνα 1984
Τραγουδιστής - συνθέτης - στιχουργός - οργανοπαίκτης

Ο Κώστας Ρούκουνας ανήκει στη μεγάλη γενιά των λαικών ερμηνευτών και δημιουργών του μεσοπολέμου, που διαμόρφωσαν το νεώτερο ύφος στο λαικό τραγούδι των πόλεων.Επί πλέον υπήρξε, για δεκάδες χρόνια,συνεχιστής της παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού, όπως αυτό μετεξελίχτηκε,μετά τις μεγάλες πληθυσμιακές ανακατατάξεις στον Ελλαδικό χώρο και τη δημιουργία των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων.
Γεννήθηκε στο Νέο Καρλόβασι της νήσου Σάμου το 1904, από τον Απόστολο Ρούκουνα και την Ευτυχία Ντηνιακού. Πριν κλείσει τα δυο του χρόνια, ο πατέρας του έφυγε για τις Η.Π.Α.- αν και δεν υπήρχαν πιεστικοί οικονομικοί λόγοι- και στη συνέχεια χώρισαν με τη μητέρα του, που έμεινε στη Σάμο και ξαναπαντρεύτηκε τον Νίκο Δεμερτζίδη, με τον οποίο έκανε άλλα τρία παιδιά - ετεροθαλή αδέλφια του Κώστα- τον Γιάννη, την Μαρία και την Ελένη.

Σχολείο - όταν ήρθε ο καιρός - πήγε μόνο δέκα μέρες και στη συνέχεια στα 8 του χρόνια έπιασε δουλειά σ' ένα τσιγαράδικο, όπου για να πάρει το μεροκάματο, έπρεπε να ετοιμάζει 3.000 τσιγάρα την ημέρα.Εκεί έμεινε 7 χρόνια και γύρω στο 1919-20, όταν ήρθαν μηχανές, απελύθη, για να δουλέψει κοντά στον πατριό του, που ήταν εξαίρετος άνθρωπος και είχε εργαστήριο ξυλουργικό που έφτιαχναν καρέκλες, κουφώματα κ.λ.π. Γρήγορα ο νεαρός Κώστας Ρούκουνας έμαθε κι' αυτή τη τέχνη, που τον χαρακτήρισε για τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1924,που παρουσιάστηκε στο 37ο σύνταγμα πεζικού,στην Ξάνθη. Υπηρέτησε για δυό χρόνια στη Θράκη (Ξάνθη, Κομοτηνή,Κιρέτσιλερ κ.λ.π.) και λίγο πριν απολυθεί, πέθανε ο πατριός του και επιστρέφοντας στη Σάμο, ανέλαβε αυτός το ξυλουργείο. Εκείνα τα χρόνια, πριν ακόμα αρχίσει το τραγούδι, ήταν γνωστός στη Σάμο, με το ψευδώνυμο "Κώστας ο καρεκλάς" λόγω της καλής δουλειάς που έκανε. Η πρόσληψη στο ξυλουργείο και ενός Μικρασιάτη τεχνίτη, ειδικού στα κάρα, του μαστρο-Βαγγέλη(;), επέκτεινε τη δραστηριότητά τους και σε κατασκευές και σε επισκευές κάρων.
Eκείνο τον καιρό, "υποκύπτει" στις προτάσεις δύο σπουδαίων μουσικών της Σάμου, των αδελφών Βεργώνη -εκ των οποίων ο Κώστας έπαιζε τσίμπαλο- να εμφανίζεται μαζί τους τα Σαββατοκύριακα, στο γνωστό ψυχαγωγικό κέντρο "Πανσαμιακόν", που ήταν και το σπουδαιότερο στέκι διασκέδασης στο Νέο Καρλόβασι.
Ο Κώστας Ρούκουνας, έχοντας σαν οδηγό τη μουσική παρακαταθήκη της νεότητάς του, επηρεασμένος από τις Σμυρνέικες κομπανίες που περιόδευαν συχνά στο νησί την πρώτη εικοσαετία του αιώνα και βασιζόμενος στην εξαίσια φωνή του, γρήγορα ξεπέρασε το στενό πλαίσιο της Σαμιώτικης κομπανίας.Mετά από εξάμηνη συνεργασία με την κομπανία των Βεργώνηδων, απεφάσισε -και με την προτροπή τους- να μετακινηθεί στην πρωτεύουσα, για καλύτερη καλλιτεχνική τύχη.
Στα τέλη του 1927 - αρχές του '28 - τον συναντάμε να δουλεύει για λίγο, σε βαρειά δουλειά - μεταφορέας ξυλείας,- στο ξυλουργείο του Βασιλειάδη, στον Πειραιά. Γρήγορα θα έλθει σε επαφή, με τη βοήθεια συμπατριωτών του μουσικών, με το χώρο των Μικρασιατών που σύχναζαν στο Μουσικό Καφενείο "Μικρά Ασία" στην οδό Αθηνάς 39.
Για ένα περίπου χρόνο με διάφορους φίλους μουσικούς θα δουλέψει σε διάφορα καφενεία -ψυχαγωγικά κέντρα της εποχής- στο Μενίδι, στη Ν.Ιωνία, σε γάμους γιορτές και βαφτίσια, για να κάνει γύρω στο 1929 το άλμα και να βρεθεί σ'ένα από τα ωραιότερα μαγαζιά της εποχής στη "Μπύρα του Πίκινου" στο Θησείο, στην οδό Ακάμαντος 28 (το κτίριο υπάρχει στην ίδια κατάσταση μέχρι σήμερα), με τον Κώστα Τζόβενο (σαντούρι) και τον Βαγγέλη τον Ναύτη (βιολί), που μόλις είχε επιστρέψει από τις ΗΠΑ. Με μικροαλλαγές στην ορχήστρα, θα παραμείνει στου Πίκινου μέχρι το 1931-32, που έγινε και ο φόνος του ιδιοκτήτη Κώστα Πίκινου.Πρέπει να ήταν 1929 ή 30, που ο Παν.Τούντας -καλλιτεχνικός διευθυντής,τότε της Odeon και μετά της Columbia- πληροφορήθηκε την ύπαρξη του Κώστα Ρούκουνα και ζήτησε να τον ακούσει και να τον γνωρίσει. Πράγματι η γνωριμία -και η συγκίνηση απ'τη μεριά του Κώστα ήταν ισχυρή, αφού γνώρισε τον φημισμένο από την δισκογραφία Σμυρνιό συνθέτη- οδήγησε στη πρώτη δισκογραφική συνεργασία του Ρούκουνα, που με αγωνία, μετά την ηχογράφηση, περίμενε τα δείγματα της φωνής του, γιατί ακόμα οι μήτρες στέλνονταν στην Αγγλία για αναπαραγωγή
Πράγματι -και σωστά θυμάται στην αφήγησή του, στους Τάσσο Σχορέλη και Μίμη Οικονομίδη (βλ.βιβλίο: Κώστας Ρούκουνας,ένας ρεμπέτης,Αθήνα 1974)τα τέσσερα πρώτα τραγούδια του ήταν: "το κουκλί της Κοκκινιάς", το "αλάνης μάνας γυιός",(δίσκος Columbia DG47) και "Η χασικλού"(δίσκος Columbia DG51),του Παναγιώτη Τούντα.Επίσης ο αμανές του σε δρόμο "Σαμπάχ":
"Αυτό το αχ, δεν ειν'φωτιά, να πιω νερό να σβήσει,
Μον'είναι πόνος στην καρδιά που θα με βασανίσει"

Αυτή ήταν η αρχή. Ακολούθησε τον επόμενο χρόνο σειρά ηχογραφήσεων και 21 συνολικά τραγούδια, του Παν. Τούντα, του Ιάκωβου Μοντανάρη και άλλων, καθώς και δύο δημοτικά και εννέα αμανέδες. Μια μικροπαρεξήγηση, τον οδήγησε για λίγο στην His Master's Voice,όπου έγραψε τέσσερα τραγούδια -τα οποία είχε ξεχάσει- για να επανέλθει στην Columbia και ταυτόχρονα με την προτροπή του Παν.Τούντα ν'αρχίσει και συνεργασία με την Odeon και Parlophone. Τα τραγούδια που έγραψε στη Η.Μ.V. ήταν: δύο μανέδες με δικούς του στίχους (Σαμπάχ και Ουσάκ)και τα τραγούδια του: "Μια Σαμιώτισσα μ' έμπλεξε" και "Είμ' ένα λεβεντόπαιδο", αντίστοιχα HMV AO 2128 και ΑΟ 2131.
Με μια παράλληλη και εντυπωσιακή παρουσία στη δισκογραφία και στα κέντρα,ο Κώστας Ρούκουνας πέρασε στην κατηγορία των μεγαλύτερων Ελλήνων τραγουδιστών, αντικαθιστώντας -μαζί με τον Στελλάκη Περπινιάδη- τις φωνές των μεγάλων τραγουδιστών της Σμύρνης και της Πόλης που κυριάρχησαν από το 1924 μέχρι το 1932, ιδιαίτερα στους δίσκους. Οι Γιώργος Βιδάλης, Κώστας Καρίπης, Αντώνης Νταλγκάς, Κώστας Νούρος, Ευάγγελος Σωφρονίου, Ζαχαρίας Κασιμάτης και άλλοι, παραχωρούν τη θέση τους στη νεώτερη γενιά.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε τη πορεία του εξαίρετου αυτού τραγουδιστή, στα επόμενα χρόνια.
Μετά τον θάνατο του 37χρονου Κώστα Πίκινου, που ήταν και καλός του φίλος (έγραψε γι' αυτόν δύο τραγούδια), πήγε για 40 μέρες στο κέντρο "ΠΟΥΠΕ" στους Αμπελόκηπους,με τον Ευάγγ. Σωφρονίου, τον Δημ.Σέμση και άλλους. Εν συνεχεία στου Σερελέα, στην οδό Δώρου, όπου γνώρισε και δούλεψε με τη διάσημη Ρόζα Εσκενάζυ, τον βιολιστή Δημήτρη Μανησαλή, τον Αγάπιο Τομπούλη, με το ούτι και τους Κωνσταντινουπολίτες δεξιοτέχνες της λύρας και του κανονιού Λάμπρο Λεονταρίτη και Λάμπρο Σαββαίδη.
Εκεί έμεινε μέχρι το 1934, οπότε "μετακομίζει" οριστικά στου Δήμου του Μουρούζη, όπου έμεινε συνέχεια μέχρι το 1947-48, με εξαίρεση τα καλοκαίρια και μερικά από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Από του Μουρούζη,όλα αυτά τα χρόνια πέρασε το "βαρύ πυροβολικό" -θα λέγαμε- των μουσικών και δημιουργών του λαικού τραγουδιού: Αντώνης Νταλγκάς,Ευάγγελος Σωφρονίου,Σπύρος Περιστέρης,Ιωάννης Δραγάτσης (Ογδοντάκης),Γιάννης Μπουναρμπαλής (βιολί),Δημήτρης Σέμσης,Γιάννης τσίμπαλο,Γιάννης Λειβαδίτης (τσίμπαλο),Γεωργία Μηττάκη, Μαρίκα Πολίτισσα,κλπ., κλπ.
Στη δισκογραφία, η συνεργασία με όλους τους μεγάλους δημιουργούς του λαικού τραγουδιού και η δυνατότητά του να ερμηνεύει τα δυσκολώτερα τραγούδια αυτής της περιόδου,τον φέρνουν στις πρώτες θέσεις σε πωλήσεις. Μαζί του συνεργάζονται οι: Παναγιώτης Τούντας, Ιάκωβος Μοντανάρης, Σταύρος Παντελίδης, Δημήτρης Λορέντζος ή Μπαρούσης, Κώστας Σκαρβέλης, Γρηγόρης Ασίκης, Σπύρος Περιστέρης, Σωτήρης Γαβαλάς, Ευάγγελος Παπάζογλου, Γιώργος Ροβερτάκης, ο Λάζαρος Ρούβας, ο Κώστας Καρίπης,και άλλοι λιγώτερο γνωστοί. Με τον Μάρκο Βαμβακάρη συνεργάστηκε τραγουδώντας μαζί του δύο απ' τα ωραιότερα τραγούδια του Συριανού συνθέτη: Το "μαύρα μάτια μαύρα φρύδια" και τη "Ζηλιάρα" σε μια εκπληκτική διφωνία. Στην περίοδο 1930-40 πέρασε η φωνή του στη δισκογραφία των 78 στροφών γύρω στις 150 φορές. Μετά τον πόλεμο και τις νέες συνθήκες,ο Κ. Ρούκουνας συνέχισε την παρουσία του στο πάλκο,αλλά στη δισκογραφία περιορίστηκε -αν και δεν υπήρχε μείωση της ικανότητάς του- σε πολύ λίγα τραγούδια. Μέχρι το 1960 ηχογράφησε 25 περίπου τραγούδια.
Από τα 180 περίπου τραγούδια του , της δισκογραφίας των 78 στροφών 30 είναι αμανέδες με δικούς του στίχους και 50 περίπου δικές του δημιουργίες -στίχοι και μουσική- τα δε υπόλοιπα είναι δημιουργίες των φίλων του συνθετών και μερικά δημοτικά.
Το 1934 γνωρίζεται και νυμφεύεται τη γνωστή και σπουδαία τραγουδίστρια Άννα Πολίτισσα (Παγανά), που προέρχεται από μεγάλη μουσική οικογένεια της Κωνσταντινουπόλεως. Η Άννα Παγανά με τις τρεις αδελφές της Χρυσώ,Σοφία και Κορνηλία,που παίζαν ντραμς ακορντεόν και βιολί αντίστοιχα, αποτελούσαν απ' τα σπάνια γκρουπ κοριτσιών της εποχής του μεσοπολέμου. Aντίστοιχο φαινόμενο ήταν οι αδελφές Πάνδρα,που ανέλαβαν μετά απ' τον θάνατο του Κώστα Πίκινου τη "Μπύρα" του στο Θησείο. Δυστυχώς για τον Κώστα, η ωραία αυτή σύντροφος πέθανε τον Μάρτιο του 1943 σε νεαρή ηλικία, μάλλον από καρδιακή προσβολή.
Ένα από τα τραγούδια του Κώστα Ρούκουνα, γραμμένο για τους πνιγμένους από τη σύγκρουση δύο πλοίων έξω από τον Πειραιά,των πλοίων "ΥΔΡΑΚΙ" και "ΑΝΑΣΤΑΣΗ", έγινε η αιτία δικαστικού αγώνα, αφού οι ιδιοκτήτες στο δικαστήριο πέτυχαν να απαγορεύσουν την κυκλοφορία του δίσκου αυτού επειδή έθιγε τα συμφέροντα των εταιρειών τους. (Δίσκος ODEON GA 7048 του 1936 με τίτλο "Οι Αδικοπνιγμένοι").
Λίγο,πριν τον πόλεμο και κατά την διάρκειά του, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε στο πάλκο και με τους εκπροσώπους του Πειραιώτικου ρεμπέτικου. Έπαιξε για λίγο στου Μαυρομάτη στο Βοτανικό, απέναντι από το "Δάσος" του Βλάχου,όπου ήταν όλη η "Πειραιώτικη κομπανία": Μάρκος, Βαμβακάρης,Δημήτρης Μπαγιαντέρας,Στράτος Παγιουμτζής,Γιάννης Παπαιωάννου,Στέλιος Κερομύτης,Μιχάλης Γενίτσαρης και άλλοι.

Το 1947-48 ήταν η τελευταία χρονιά στου Μουρούζη. Το μαγαζί πέρασε σε δεύτερη θέση, μετά τον θάνατο του ιδρυτή του και τα νεαρά παιδιά του δεν μπόρεσαν να σηκώσουν το βάρος της συνέχειας.

Την ίδια χρονιά παντρεύεται για δεύτερη φορά την νεαρή στιχουργό Αλεξάνδρα Κυριαζή, με την οποία έζησε όλα τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.
Αν και στη δισκογραφία η παρουσία του περιορίστηκε,ο Κ.Ρούκουνας συνέχισε εντυπωσιακά την πορεία του στα κέντρα, χωρίς να παραμείνει ούτε μία περίοδο χωρίς δουλειά. Και αυτό γιατί η φωνή του, με το πέρασμα του χρόνου, όχι μόνο δεν περιορίστηκε,αλλά ωρίμαζε και άφηνε στους άλλους, μια γλυκειά αίσθηση επαναφοράς, στην ελκυστική περίοδο του μεσοπολέμου. Ήταν, μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Στελλάκη Περπινιάδη, οι πιο βασικοί συνεχιστές της παράδοσης του ρεμπέτικου του μεσοπολέμου, αφού οι περισσότεροι από τη γενιά αυτή ή πέθαναν (Γιώργος Βιδάλης,Αντώνης Νταλγκάς,Γιώργος Κάβουρας,Δημήτρης Περδικόπουλος,Κώστας Καρίπης, Μαρίκα Πολίτισσα) ή πέρασαν στο περιθώριο (Δημήτρης Αραπάκης,Κώστας Νούρος,Ρίτα Αμπατζή, Ρόζα Εσκενάζυ κ.ά).
Τα καλοκαίρια του 1948-49-50, δούλεψε στις Τζιτζιφιές -το νέο στέκι του ρεμπέτικου- στου "Καλαματιανού" με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαιωάννου,Μιχάλη Γενίτσαρη,Στέλιο Κηρομύτη,Απόστολο Χατζηχρήστο,Σπύρο Περιστέρη,Γιώργο Ροβερτάκη,Γιώργο Μανησαλή,Ηλία Ποτοσίδη,Μανώλη Χιώτη και άλλους. Μετά τη δολοφονία του Καλαματιανού, δούλεψε τον χειμώνα του 1949-50-51 στου Τζίμη του Χοντρού, στην Αχαρνών με τους: Βασίλη Τσιτσάνη,Μάρκο Βαμβακάρη,Σωτηρία Μπέλλου,Γιώργο Μανισαλή και την Άννα Χρυσάφη.
Τον χειμώνα του 1951-52-ή 53, πήρε στο κέντρο "Θείος" του Μπερτζελέτου στα Λιόσια,το οποίο τον άλλο χρόνο, μεταφέρθηκε στη Ν.Φιλαδέφεια και μετονομάστηκε σε κέντρο "ΚΥΠΡΟΣ". Τα χρόνια αυτά έπαιξε με τον Γεράσιμο Κλουβάτο,τον Πάνο Γαβαλά (στα πρώτα του βήματα),τον Στέλιο Καζαντζίδη (στις πρώτες του εμφανίσεις) και άλλους. Το 1953 στο κέντρο "Ζέφυρος" στο Ν.Ηράκλειο, με τον επίσης "παλαίμαχο" Δημήτρη Ρουμελιώτη. Εκεί ήρθαν τα επόμενα χρόνια και ο Στέλιος Καζαντζίδης με την Καίτη Γκρέυ, ο Μάρκος Βαμβακάρης και άλλοι.
Το 1958-59 πήγε για 11 μήνες στις Η.Π.Α. με τον Γεράσιμο Κλουβάτο. Στη δεκαετία του '60 τραγούδησε σποραδικά, όπου τον ζήτησαν και με την επαναφορά του ρεμπέτικου στη δεκαετία του '70, επανήλθε στην επικαιρότητα, έκανε μερικούς ενδιαφέροντες δίσκους στις 33 στροφές και έλαβε μέρος σε δεκάδες εκδηλώσεις με διάφορα σχήματα από παλιούς και νέους μουσικούς και τραγουδιστές.
Πέρασε ήρεμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αγαπητός σε όλους, με τη συζυγό του στο μικρό τους σπίτη στην Παλλήνη.
Πέθανε τον Απρίλιο του 1984 σε ηλικία 80 ετών χωρίς η φωνή του να έχει χάσει τίποτε από τη δροσιά της νεανικής του περιόδου.

Αθηνα, Ιούλιος 1995
Παν.Κουνάδης



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου