Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Ο ρηξικέλευθος λόγος του Στάθη Σταθά στην μνήμη του Διστομίτη ζωγράφου Γιάννη Καΐλη που δολοφονήθηκε απ' τους δήμιους της χούντας




Μέρες που είναι -και δεν πρέπει να ξεχνάμε-έχω χρέος να αναφερθώ στον αγώνα που έκαναν κάποιοι, και το πλήρωσαν με τη ζωή τους, για να είμαστε ελεύθεροι και για να ρίξουν το ολιγαρχικό φασιστικό ακροδεξιό καθεστώς της χούντας των συνταγματαρχών.
Στις προσωπικότητες του Διστόμου, του πνεύματος, της τέχνης και της Δημοκρατίας, είναι και ο Γιάννης Καΐλης.
Ο Γιάννης Καΐλης σπούδαζε στη σχολή καλών τεχνών στο Πολυτεχνείο. Πήρε μέρος στην εξέγερση και δολοφονήθηκε αφού βασανίστηκε βάναυσα, για να πουν ύστερα οι φασίστες ότι αυτοκτόνησε.
Χρειάστηκε να γίνει εκταφή με πρωτοβουλία της αγωνίστριας Δικηγόρου Κυρίας Ψυρρή, που ήταν παρούσα στην εκδήλωση που έγινε στην μνήμη του Γιάννη Καΐλη απ' τον Πολιτισμικό σύλλογο Διστόμου πρίν δύο χρόνια τον Φεβρουάριο.
Ήμουν εκεί και απομαγνητοφωνόντας τον λόγο του Στάθη Σταθά ( βλέπε προηγούμενο άρθρο ), σας τον μεταφέρω ατόφιο.
Στην εκδήλωση αυτή παρευρέθηκαν και μίλησαν αρκετοί. Θα αναφερθώ πάλι σ' αυτό γιατί οι αγώνες δεν πρέπει να σταματούν ποτέ. Μακάρι να είναι αναίμακτοι αλλά δεν είναι πάντοτε εφικτό αυτό.
ΑΘΑΝΑΤΟΙ λοιπόν.
Τον λόγο έχει ο Στάθης Σταθάς:



ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑΘΑΣ
Μια από τις χιλιάδες γυναίκες που επέζησαν από την κόλαση του Άουσβιτς, έγραψε:
‘’Η συγχώρεση δεν έχει να κάμει τίποτα με τον θύτη, έχει να κάμει το παν με τα θύματα. Τους δίνει πίσω τη ζωή τους’’.

Η Έυα Μόζες Κορν, αυτή ήταν που επέζηζε.
Ανταμώνει τον Γιάννη τον Καΐλη από τα κρεματόρια του στρατόπεδου συγκέντρωσης στο κολαστήριο του ΕΑΤ ΕΣΑ των πατριδοφάγων συνταγματαρχών.
Και ο Γιάννης συναντά και συμπορεύεται με τον Αλή στο Κράϊμπ και τον Τζίμυ στο Γκουαντάμο.
Αυτοί που έκαμαν το κακό, που δολοφόνησαν άνανδρα, αφού βασάνισαν με θηριώδη τρόπο τον Γιάννη Καΐλη και δεκάδες παλικάρια της λευτεριάς, της εργασίας, της γνώσης, της επιστήμης, της τέχνης, της ανεξάρτητης ψυχής και του αδούλωτου μυαλού, ούτε που μετάνιωσαν, ούτε που ζήτησαν συγχώρεση. Και όχι μόνον αυτό.
Τα δικτατορικά αποβλήματα, οι παραφυτρώσεις του παρακράτους του πενήντα, και του εξήντα, ξανασήκωσαν κεφάλι, και με θρασύτητα, αναισχυντία, πανουργία και υποκρισία, διαχέονται παντού ατιμώρητα και απρόσκοπτα να καταπιούν τον κολοβή Δημοκρατία μας, και στην μεγαλύτερη άνθιση της στη νιότη, στο κράτος και στην κοινωνία.
Βροντόσαυροι της εθνοκαπηλίας, δεινόσαυροι της πατριδοφαγίας, παχύδερμα που τους έθρεψε το αίμα και ο ιδρώτας της αδύναμης απελευθέρωσης και αδικαίωτης, του Γιάννη, των Γιάννηδων, και ένα σωρό άλλων παιδιών νέων, αντρών και γυναικών.
Αυτοί κατάγδυμνοι κουκουλοφόροι ( τα καθάρια μάτια του Γιάννη και όλων φοιτητών, δεν μπορεί να είναι κουκουλοφόροι)!!
Αυτοί οι κουκουλοφόροι του μίσους, του τρόμου και του σκοταδισμού, όλος ο συρφετός της ψυχικής αναπηρίας και των γαυριασμένων απωθημένων - ανθρωποειδή που θέρισαν τον Γιάννη Καΐλη, και αμέτρητους νέους – νέες, άντρες – γυναίκες, και απειλούν πάλι να δρεπανίσουν τη ζωή, την λευτεριά, την φαντασία, την πρόοδο, την δημιουργικότητα, τη νέα άπειρη και άπορη άνοιξη της χώρας από τα Πανεπιστήμια ως τα χωράφια.
Και είναι ο νέος φασισμός, ναζισμός, δικτατορισμός, αντιδημοκρατισμός, με την ανοχή του συντεταγμένου κράτους, αλλά και τον δικό μας βαθύ ύπνο μέσα στην εικονική πραγματικότητα.
Οι πολίτες αξίζουν την πόλη που χτίζουν. ‘’Εγώ είμαι ένας άλλος. Γι’ αυτό είμαι υπεύθυνος για όλους του άλλους’’. Κι αυτός ήταν ο δρόμος και του Γιάννη Καΐλη.
Ήταν Καθαρή Δευτέρα 22 του Φλεβάρη του 1974, και τον έφεραν σε στεγανό φέρετρο, μεσημέρι στην Εκκλησιά του Διστόμου. Θέριζε τα σώματα ένα ψιλόχιονο-όπως απόψε- αγιάζι, μια ξεροτσιβούρα, και τις ψυχές μια παγωνιά, μια κρούσταλλη οργή, και τα μυαλά ένας βοριάς παραλογισμού.
Κι ήταν μαζεμένο όλο το Χωριό, βουβό, μέσα σε μιαν υπόκωφη απελπισμένη ελπίδα.
Και οι κουστωδίες των στρατονόμων, των εσατζήδων, δεν ήθελαν ν’ ανοίξουν την κάσα, να πάνε το ταλιανισμένο κορμί του λεύτερου ζωγράφου στο πατρικό το σπίτι, εκεί που ανάβλυσε, στο Καϊλέικο- το πολύχυμο ταλέντο μιας ατίθασης ζωής.
Η οργή των συγχωριανών φύσηξε πάνω απ’ το φόβο των αρμάτων, και η απειλή του ξεσπάσματος τρόμαξε τις έντρομες μηχανές του Ιωαννίδη.
Και τον μετέφεραν στο σπίτι, και έβγαλαν το καπάκι απ’ το φέρετρο.
Βρισκόμαστε τρείς μήνες μετά από την εισβολή των τεθωρακισμένων στο Πολυτεχνείο, και ο σχιζοειδής διοικητής της ΕΣΑ, άβουλο και ιδεοληπτικό όργανο της ΣΙΑ, είχε εκπαραθυρώσει απ’ την εξουσία τον άσπονδο φίλο του, τον ιλαροτραγικό Παπαδόπουλο.
Και είχε αρχίσει τη λευκή τρομοκρατία. Αγωνιστές φοιτητές, νέοι εργάτες – νέες, που είχαν λάβει μέρος στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, και συνέχιζαν να αντιστέκονται μέσα στο ιστορικό μούδιασμα της πλειονότητάς μας, εξαφανίζονταν νύχτα και ύστερα από μέρες βρίσκονταν πτώματα ξεβρασμένα σ’ ακρογιαλιές, στην άκρια έρημων δρόμων, στ’ αμμοχάλικα ανεγειρομένων πολυκατοικιών.
Ο Γιάννης –ένας απ’ αυτούς- βρέθηκε σε μια τέτοια οικοδομή στο κέντρο της Αθήνας.
Πρωτοπόρος στον φοιτητικό αγώνα ενάντια στην παρανοϊκή δικτατορία.
Πρωτομάστορας στα σχέδια και στα πανό που είχαν αναρτηθεί στα κάγκελα του Πολυτεχνείου με τα συνθήματα ‘’Έξω οι Αμερικάνοι’’ και τα σκίτσα ενάντια στη χουντική λαίλαπα.
Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, είχε έρθει για λίγες μέρες στο Δίστομο, στο μεσοδιάστημα του θανάτου του. Τον βασάνιζε η κάθοδος του πάλι στην Αθήνα και η συνέχιση της αντίστασης κατά του δεύτερου πιο επικίνδυνου δικτάτορα.
Γνώριζα τον αγύριστο ιδεαλισμό του, την ανάλλαχτη ισχυρογνωμία και εμμονή στον απαράθετο σκοπό, και προσπάθησα να τον πείσω να μείνει στο Δίστομο και να βρει τρόπους αντίστασης από δω που θα ήταν δύσκολο να εξαφανιστεί μέσα από τους συγγενείς και φίλους.
’Πρέπει να είμαι εκεί. Ό,τι κι αν γίνει δεν μπορούν να μου κάνουν τίποτα’’. Αμετάπειστα φλεγόμενος στην εμμονή του.
Μπόρεσαν να κάνουν στον Γιάννη. Τι; Μπόρεσαν να στερήσουν τον γιό τον εικοσιτετράχρονο από τη μάνα, τον αδερφό απ’ τ’ αδέρφια, το φίλο απ’ τους φίλους, τον Χωριανό απ’ τους Χωριανούς, τον όρθιο πατριώτη από την αγωνιζόμενη πατρίδα, τον μεγάλο ζωγράφο από την τέχνη, και κατά τη βεβαίωση και ομολογία των καθηγητών του, και με απόδειξη τα λίγα έργα που πρόλαβε να φιλοτεχνήσει.
Πρόλαβαν να τον στερήσουν από τη ζωή, μια πολυδύναμη αναπήγαση της, από τον έρωτα, μια όμορφη κι αρμονική άπλωση του.
Σε λίγους μήνες μετά από την μαρτυρική φρικτή δολοφονία του, στα μπουντρούμια της στρατοκρατίας, η δικτατορία του Ιωαννίδη θα σωριαζόταν μέσα στο πραξικόπημα του οργάνου της Σαμψών στην Κύπρο ενάντια στον Μακάριο και στην επόμενη και προγραμματισμένη απ’ τους πολεμοχαρείς του πενταγώνου και της ΣΙΑ των ΗΠΑ του Νίξον και του Κίσινγκερ, εισβολή των Τούρκων, και την τραγωδία της πατρίδας μας από τότε.
Ο Γιάννης δεν τα πρόλαβε αυτά. Ευθύς, ίσια βολίδα μπροστά στον κίνδυνο, ένθεος και ταπεινός οραματιστής, ενός δίκαιου, όμορφου, αληθινού πραγματωμένου στην ουσία του, κόσμου. Ολόστερνος, μπροστά στο χρέος, στη συνείδηση της ευθύνης, μέσα από τον πόνο, τον μόχθο, την ορφάνια. Απισόστροφα έδωσε μεδούλια, αίμα, νου, ψυχή για αξιοπρέπεια, για την ολάκερη Δημοκρατία.
Την ολάκερη. Κολοβή είναι σήμερα. Την πραγματική και αληθινή παιδεία που την παλεύουν ακόμα οι σημερινοί συμφοιτητές του. Για την ελεύθερη σκέψη, την αδιάσπαστη ενότητα ζωής και τέχνης, ζωής και γνώσης.
Ο Γιάννης ο Καΐλης, οι συμφοιτητές του, τότε και σήμερα, μ’ αυτά τα μάτια της ηλιόλαμπης ιδέας, της πανανθρώπινης αδερφοσύνης, συνδημιουργίας και συνευδαιμονίας, πυρπολούν τους τυράννους, τους δικτάτορες, τους σκοταδιστές, τους μισάνθρωπους, τους κουκουλοφόρους οι οποίοι είναι οι ίδιοι κουκουλοφόροι του 1940-1944.
Αυτά τα τρωκτικά τα ερπετανθρωπόμορφα που ζουν και κινούνται στα υπόγεια.
Οι ίδιοι κουκουλοφόροι και σήμερα, απόγονοι των μηχανών του θανάτου, της ΕΣΑ που τέλεψαν τον Γιάννη και τ’ άλλα παιδιά.
Τα προσωπεία, τα εκμαγεία που δεν απόκτησαν ποτέ πρόσωπο, οντότητα, μορφή κάτω απ’ τον ήλιο, που τον τρέμουν γιατί θα κάμει θρύψαλα την προσωπίδα τους.
Γιατί δεν έχουν τίποτα άλλο παρά είναι μια προσωπίδα.
Σε κείνη την μακριά πορεία από το Πολυτεχνείο στα καταγώγια των απερίγραπτων φαλαγγών και βασανιστηρίων, ο Γιάννης ο Καΐλης βάδιζε το ταξίδι της μακριάς μέρας.
Της μακριάς μέρας μέσα στο σκοτάδι. Ακόμα το ταξίδι συνεχίζει μέσα στη νύχτα. Όπως οι συμφοιτητές του στη Χιλή του παρακρουσμένου Πινοσέτ , που σκότωσε τον εκλεγμένο λαϊκό ηγέτη Αλιέντε το 1973.
Όπως οι συμφοιτητές του την ίδια εποχή στο Πολυτεχνείο της Μπανγκόκ στην Ταϊλάνδη.
Όπως οι συμφοιτητές του στην Πράγα το 1968, πριν πέντε χρόνια, που τους έλιωσαν τα τεθωρακισμένα.
Όπως οι συσπουδαστές του στην Πορτογαλία του ομοσφαγέα του Ιωαννίδη, Σαλαζάρ στην Ισπανία του Φράγκο.
Ο Γιάννης μαζί τους τράβηξε πέρα κατά την τιμή, την βούληση του να καίει λαμπάδα την ύλη στο σφαιρικό ασυμβίβαστο πνεύμα, για να είναι αναμμένη πάντα η ελπίδα του κόσμου και να φέγγει στους αγώνες, που ανοίγουν δρόμους αυτή την ώρα και οι νέοι της πατρίδος μας με συνείδηση, γνώση, θέληση, αυτοβουλία, καθαρή σκέψη για τα δικά τους συμφέροντα που είναι ο έρωτας για τη γνώση, η οποία γίνεται αληθινή αντάμωση σωμάτων και ψυχών.
Μέσα στον δικό τους τέτοιον αγώνα, στάλα-στάλα, ξαναζωντανεύει η αδικαίωτη ζωή του Γιάννη και των άλλων παιδιών, και χύνεται ακαράβιστος κρουνός που αυξάνει το ποτάμι τους και το κάνει χείμαρρο πάνω απ’ την ερημιά του πραγματικού, του ρεαλιστικού που είναι ο απολιθωμένος προϊστορικός κόσμος.
Κείνες τις μέρες, στο μεσοδιάστημα Πολυτεχνείου και δολοφονίας, συζητήσαμε με τον Γιάννη πάλι, για την αναγκαιότητα της ίδρυσης Πολιτισμικού συλλόγου, αγωνιστικού, αντιστασιακού εκείνη την εποχή ( δεν είχε πέσει η δικτατορία ).
Δεν πρόλαβε να ζήσει την ίδρυση του, τούτου του συλλόγου και τη δράση του.
Τούτος ο σύλλογος, είναι πλασμένος και με το όνειρο, το πάθος, τις ιδέες και το αίμα του Γιάννη Καΐλη. Δεν στεριώθηκε για να παράγει πολιτισμό, αλλά για να λυτρώσει τον πολιτισμό απ’ τις βαλτιές, τις αμάκες του. Κι αν χρειαστεί να τον αφήσει πίσω, ανοίγοντας νέα πελάγη πλαστουργίας για τις νέες σχέσεις ζωής, που έχουν ανάγκη οι ατέλειωτες αναπηγάσεις των ‘’Γιάννηδων’’ που είναι οι πρωτόφαντες πλάσεις της φύσης, της κοινωνίας του παγκόσμιου ανθρώπου, που έχει την έγνοια του κάθε ανθρώπου και όλης της ζωής μαζί.
Αυτό σημαίνει και η συγχώρεση της γυναίκας που ανέφερα στην αρχή, που μαρτύρησε στο Άουσβιτς. ‘’Δεν ξεχνάω. Δεν συγχωρώ σαν ένας ναζιστής απέναντι σε ναζιστή’’. Αφήνω πίσω όλο τον πολιτισμό που τον έπλασε και παίρνω πίσω το πέλαγος της ζωής που προσπάθησαν να το χαλιναγωγήσουν, να το στομώσουν στους ωκεανούς του μέλλοντος………….
Άνθρωπος και ψυχή που σπάζει τη σαπιόπετρα. Επικίνδυνα αλύγιστος για τους σερπετούς ομφαλοσκόπους μπροστά στην άβυσσο των τρόμων. Εραστής της μοναξιάς με τους δοκιμασμένους συναγωνιστές. Σκέψη ανεξάρτητη. Πίστη στην αγνότητα και ταπεινότητα του σκοπού. Ποιος ο σκοπός; Να γίνει ο άνθρωπος ζωντανό έργο τέχνης.
Ο Γιάννης Καΐλης, μέσα στα λαγούμια της ΕΣΑ, συνέτριψε τους βασανιστές του με την καταιγίδα της ζωηφόρας ψυχής του. Αυτούς του δυστυχισμένους ζωντόβρωμους του πανικού που μισούσαν την χαρά, έτρεμαν τον έρωτα, φθονούσαν την ομορφιά, τουρτούριζαν μπροστά στη γνώση, εξωκίνητα όργανα ετοιμόρροπης μηχανής θανάτου.
Την ώρα που ο Γιάννης πυρπολούσε τους αρχιβασανιστές της ΕΣΑ,
( τα ονόματά τους αθάνατα να μείνουν να τα θυμόμαστε ! ), Χατζηζήση, Σπανό, Θεοφιλογιαννάκο, την ίδια ώρα στο Βιετνάμ, μέσα στους δρόμους του Ανόι, η μικρή Βιετναμέζα έτρεχε λαμπαδιασμένη απ’ τις βόμβες ναπάλμ, των σωτήρων του κόσμου!
Και σήμερα ,των τεχνολογημένων βαρβάρων της αμερικανικής συμπολιτείας. Νίξον και ΣΙΑ τότε.
Τα σώμα του Βιετκόνγκ έκαμε σκόνη τις βόμβες των πλαστικών γιγάντων του Χιούστον.
Όπως το λιόπυρο βλέμμα του Γιάννη Καΐλη, έλιωσε τους δυστυχισμένους φαλαγγίτες της φασιστικής, ανθελληνικής, αντιζωϊκής τυραννίας.
Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Γιάννη, με την πίστη, με την πεποίθηση, με τον αγώνα της Κυρίας Ψυρρή, όλο αυτό το διάστημα- δεν μπορώ να πω περισσότερα- πόσον αγώνα έκανε, και πόση πίστη είχε, ότι ο Γιάννης είχε δολοφονηθεί, είχε βασανιστεί, όπως και τα άλλα παιδιά, έγινε εκταφή της σωρού του Γιάννη, και ήμουνα μέσα στην εκταφή του Ιατροδικαστή.
Έπεσε από οικοδομή!!( είπαν ). Και ήταν ταλιαρισμένα τα δάχτυλα του, τα πόδια του. Το κεφάλι του πίσω ανοιχτό. Βγάλανε εφημερίδες απ’ το κεφάλι πίσω.
Και έλεγαν τρείς μέρες ύστερα στις εφημερίδες, τις λογοκριμένες ‘’αυτοκτόνησε γιατί ήταν τρελός’’. Όπως είναι τρελοί οι νέοι που αγωνίζονται τώρα, όπως θα είναι αύριο και ήταν και στο παρελθόν.
Θα ήθελα να είναι περισσότερη νεολαία εδώ, αλλά εντάξει. Ίσως δημιουργήσουμε κάτι του χρόνου γι’ αυτό, γιατί οι νεώτεροι πρέπει να μάθουν.
Ο Γιάννης πάντα ήθελε το μέλλον, και κάθε Γιάννης.
Τώρα θα ήθελα να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή στα ονόματα των παιδιών που θα διαβάσω που σκοτώθηκαν τις μέρες του Πολυτεχνείου…..

ΣΤΑΘΗΣ ΣΤΑΘΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου