Τρίτη 24 Μαΐου 2016

"Εθνικότητά μου: το χρώμα του ανέμου" απο το Θεατρικό Εργαστήρι Διστόμου, "Θεατροφρένεια"

Πηγή/Αναδημοσίευση: Θεατροφρένεια

Η Κεντρική σκηνή του Θεατρικού Εργαστηρίου Διστόμου "Θεατροφρένεια", παρουσιάζει για την περίοδο 2015-2016, το θεατρικό έργο του Ματέι Βισνιέκ "Εθνικότητά μου: το χρώμα του ανέμου", σε μετάφραση Έρσης Βασιλικιώτη



Υ
πόθεση Έργου:                                                   Είμαστε στη μηχανή του κιμά.
Σωστότερα, είμαστε εμείς οι ίδιοι η μηχανή του κιμά.
Ακριβέστερα όχι εμείς οι ίδιοι, καθώς όλο και περισσότερο
προτιμούμε να μένουμε οι αναγκαίοι και ανεκδιήγητοι άλλοι!
Που θα πει γεννηθήκαμε λειψοί,
που θα πει χωρίς τους άλλους να είμαστε μόνοι.
Η ζωή αξιώνοντας το αυτονόητο για τη συγκεκριμένη ύπαρξη,
γίνεται πράξη κακή και ως τέτοια τιμωρείται προς δόξαν
της κοινωνικής αρμονίας!

Τούτων ούτως εχόντων, η παράσταση  «Εθνικότητά μου το χρώμα του ανέμου» με οκτώ παραβολές και τρεις μονολόγους, δίνει βήμα να αρθρώσει λόγο η παραφροσύνη της καθημερινότητας:
Έντεκα αινιγματικές θλιβερές σκηνικές αφηγήσεις, δοσμένες με κυνισμό, αλλά και λυρισμό και χιούμορ επιχειρούν να παρασύρουν σε ένα είδος ομοιοπαθητικού εξαγνισμού:
Τρία πλυντήρια εγκεφάλων: Ο ομφάλιος λώρος είναι που πρέπει να κοπεί, αυτός μας δένει με την προγονική κτηνωδία, η μνήμη είναι που απειλεί με επανάσταση, το κενό ανάγκη πάσα να νικήσει!
Ο πονηρός ανθρωπάκος, που υψώνει τείχη γύρω του, να φυλαχτεί απ’ τους άλλους και φυλακίζεται στον εαυτό του.
Η ένστολη  βία της κρατικής εξουσίας, που ασκείται με ξεκαρδιστική ηλιθιότητα, πάνω σε κάθε υποτακτικό ή έγκλειστο.
Ο παθητικός άνθρωπος, δεν κάνει τίποτα κι ύστερα απορεί που καταντά δοχείο απορριμμάτων, ένας κοινός σκουπιδο-ντενεκές.
Η κατά καθήκον παιδαγώγηση της χωρίς κανέναν λογικό ή ηθικό ενδοιασμό τυφλής βίας στο όνομα κάποιου δόγματος ή κάποιου υπέρμετρου θεού.
Η αφυδάτωση της εργασίας στο πρόσωπο μιας γκαρσόνας, που φαντασιώνεται πως επαναστατεί, εκδικούμενη για τις ποικίλες ταπεινώσεις.
Ο άνθρωπος που ασθμαίνοντας περνά ξυστά από τη ζωή του και χάνεται.
Η μάνα με το παιδί στην αγκαλιά, που ζητά να περάσει το σύνορο από τη κονιορτοποιημένη έννοια της πατρίδας στη χώρα εκείνη του αυτονόητου ανθρώπινου δικαιώματος.
Και τέλος οι στρατιώτες, που και νεκροί χρωστούν ακόμη στην πατρίδα μια παρέλαση, χωρίς να ξέρουν καν αν γιορτάζουνε μια νίκη ή μια ήττα, αποτελούν τα θραύσματα της εικόνας του κόσμου του, που ο θεατής καλείται να συναρμολογήσει και όλα αυτά ανώνυμα πλην ενός και αγεωγράφητα, έτσι  που να ανάγονται με μιας στο οικουμενικότερο.
Αποφεύγοντας ακόμη ο Βισνιέκ τις έτοιμες αλήθειες και τους εύκολους ηθικούς διδακτισμούς, εμπιστεύεται την κρίση του θεατή, που εμπλεκόμενος θα πρέπει να διακινδυνεύσει, είτε ένα αμφίβολο νόημα υπέρ ενός ολοκληρωτικού πολιτισμού, ακόμη και τώρα, που εξέλιπε το δέος του θανάτου, είτε μια βεβαιότερη πίστη πως ο άνθρωπος παραμένει φύση κι αυτό μπορεί να τον κάνει αισιόδοξο, καθώς που η φύση απεχθάνεται το κενό!
 
"Πάντα μου φαινόταν περίεργη αυτή η διαδικασία αλλά...δεν είναι δική μου δουλειά...
Δεν ειναι δική μου δουλεια...Παντως το παρατηρώ...."

 
   
"Ο δρομος ειναι έρημος σχεδόν.Που και που έρχεται κανενα αυτοκίνητο απο την αντίθετη κατεύθυνση.Δεν φωναζω πια βοήθεια.Μονο χαμογελάω στους οδηγούς και εκείνοι μου γνέφουν φιλικά.
Ειμαι αναγκασμένος να ακολουθω παντα την ευθεία."

"Ανησυχώ για κάποιες φήμες που κυκλοφορούν τελευταία στην πόλη.Λενε πως οι κύκλοι κρύβουν μια παγίδα,πως μπαινεις μια φορα για να μην βγεις ποτε.Μιλανε για ανθρωπους εγκλωβισμένους μεσα στον κύκλο τους,αν και το σώμα τους αντιστέκεται.
Λένε πως πολλοι,με το που μπαίνουν μεσα στον κύκλο ανακαλύπτουν πως δεν μπορούν πια να ανοίξουν τα κλουβιά τους.
Λενε ακομα,πως δεν θα βγουν ποτε..."

Δεν υπάρχουν σχόλια: