Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου - Μια άγνωστη, χιουμοριστική ιστορία της ζωής της, από την μοναδική πένα του Αλέκου Σακελλάριου!

Πηγή: Μελίτη

Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου

Το νεραντζάκι


Είναι αρκετά χρόνια τώρα που βγήκε από «την άλλη πόρτα» η μεγάλη στιχουργός των ωραιότερων λαϊκών επιτυχιών, η αξέχαστη Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Όσο για το «πρωινό» που «σεργιάνισε», ήταν ένα πρωινό, μουντό, συννεφιασμένο, γεμάτο φθινοπωρινή μελαγχολία.
Πικρή και δύσκολη ήταν η ζωή της Ευτυχίας, που πέρασε ολόκληρη σε μιζέρια και σε πόνους. Ο πιο μεγάλος πόνος απ’ όλους, ο πόνος που έμεινε αγιάτρευτος, ήταν ο πόνος για το θάνατο της πρωτότοκης κόρης της, της ηθοποιού Μαίρης Λαΐδου.


«Δυό πόρτες έχει η ζωή

άνοιξα μια και μπήκα

σεργιάνισα ένα πρωινό

κι ως που να ‘ρθει το δειλινό

από την άλλη βγήκα...
Γι’ αυτήν λέγεται ότι έγραψε αυτούς τους στίχους η Παπαγιαννοπούλου.
Για την Μαίρη Νικολαΐδου (αυτό ήταν το σωστό της όνομα πριν το αλλάξει σε Λαΐδου, και αυτό έγινε επειδή υπήρχαν κι άλλες με το ίδιο επώνυμο στο θέατρο).
Η Μαίρη Λαΐδου λοιπόν, η κόρη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, είχε παντρευτεί τον αείμνηστο κωμικό του θεάτρου και κινηματογράφου Φραγκίσκο Μανέλλη, κι είχε μάλιστα αποκτήσει μαζί του κι ένα κοριτσάκι, που έκανε καριέρα ως χορεύτρια: τη Ρέα τη Μανέλλη.

Ο ηθοποιός Φραγκίσκος Μανέλλης.


Ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, έστειλε στον τάφο μέσα σε λίγες μέρες, την ωραία αυτή κοπέλα, που είχε μια προσωπικότητα κι ένα αναμφισβήτητο ποιητικό ταλέντο, που έμεινε όμως άγνωστο. Η Μαίρη Λαΐδου είναι γνωστή στο ελληνικό κινηματογραφικό κοινό για την συμμετοχή της στην ταινία «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο». Έπαιζε το ρόλο μιας από τις τσιγγάνες που πλαισίωναν τον Μίμη Φωτόπουλο και τον Βασίλη Αυλωνίτη.

Η Μαίρη Λαΐδου (κόρη της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου)
στην ταινία "Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο" του 1955.




Η Ευτυχία, κεραυνοβολημένη από τον θάνατο της κόρης της, έβαλε το μαύρο φουστάνι και το μαύρο μαντίλι στο κεφάλι της - που δεν τα έβγαλε ποτέ ως το θάνατο της - κι αφοσιώθηκε στην ανατροφή της μικρής Ρέας.
Δούλεψε αρχικά δασκάλα η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου και μετά τα παράτησε για να γίνει ηθοποιός. Μια ηθοποιός μέτρια, που το πιο μεγάλο μέρος της ζωής της το πέρασε με αυτά τα παλιά ανεκδιήγητα μπουλούκια, που οργώνανε την ελληνική ύπαιθρο, για να οικονομήσουν ένα πιάτο φαΐ.
Η αλήθεια είναι ότι, όταν η κόρη της, η Μαίρη Λαΐδου, άρχισε να κάνει μια μικρή καριέρα στο μουσικό θέατρο, δεν αρνήθηκε μια σχετική βοήθεια στη μητέρα της. Άλλωστε, η Ευτυχία, δεν είχε και μεγάλες ανάγκες. Ένα φαΐ κι έναν ύπνο. Είχε, βέβαια, και μια μικρή αδυναμία. Της άρεσε να παίζει πού και πού κανένα φτωχο-κουμκανάκι με τις παλιές φίλες της.
Αλλά γι’ αυτό δεν επιβάρυνε ούτε την κόρη της, ούτε το γαμπρό της, το Φραγκίσκο Μανέλλη. Αυτά τα λίγα λεφτουδάκια, που χρειαζότανε για την ψυχαγωγία της, τα έβγαζε μόνη της. Έπαιρνε συχνά μέρος σε κάτι «αρπαχτές» παραστάσεις σε μακρινές αθηναϊκές συνοικίες και έγραφε πάντα τραγούδια, που τα πουλούσε σε λαϊκούς συνθέτες για ένα πενηντάρι ή για ένα κατοστάρικο.
Το κακό είναι ότι πουλούσε τραγούδια και σε άθλιους στιχουργούς που είχαν μια οικονομική επιφάνεια και καμώνονταν τους σπουδαίους... Κατόρθωσε το τρελό: να συνδυάσει ερωτικό και κοινωνικό τραγούδι σε τρία τετράστιχα. Ίσως αυτό ήταν και η αποθέωσή της και ίσως το μυστικό της επιτυχίας της, κάτι που πολύ αργότερα το «δανείστηκαν» αρκετοί.

Τραγούδια που αφήσανε στους «αγοραστές περιουσίες ολόκληρες, είχανε πουληθεί από την Ευτυχία για τέσσερα-πέντε δεκάρικα. Η καημένη, όμως η Ευτυχία, ποτέ δεν βαρυγκώμησε.

- Με γεια τους με χαρά τους.

...Κι όταν είχε πάλι αδεκαρίες - και πότε δεν είχε; - έγραφε μερικά τραγούδια και πήγαινε και τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά. Η ζωή της όλη, όπως σας είπα κα παραπάνω, ήτανε μια ζωή γεμάτη μιζέρια και φτώχεια.
Η Ευτυχία, όμως, ποτέ δεν έχασε το κέφι της. Σατίριζε όλους και όλα. Και πρώτα-πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό. Αξίζει, όμως, ο κόπος, να σας διηγηθώ μια ιστορία της, όπως την είχε διηγηθεί η ίδια.

Μια φορά, λοιπόν, η Ευτυχία και μια φίλη της, που ήταν κι αυτή ηθοποιός, διαπιστώσανε ότι και οι δύο μαζί δεν είχανε παραπάνω από... δέκα δόντια. Ήταν απαραίτητο να βάλουνε ξένες οδοντοστοιχίες. Αυτό όμως ήτανε μια κουβέντα. Οι οδοντοστοιχίες θέλανε λεφτά. Δεν μπαίνουνε με πενηντάρια και με κατοστάρικα. Έτσι αποφασίσανε να κάνουνε μαζί μια τιμητική παράσταση και με τα λεφτά που θα μαζεύανε να βάζανε τα δόντια τους.
Εκείνο τον καιρό υπήρχανε πολλοί θεατρόφιλοι, που ήτανε πρόθυμοι να βοηθήσουνε αναξιοπαθούντες ηθοποιούς. Σ' αυτούς τους θεατρόφιλους βασίσανε όλες τις ελπίδες τους η Ευτυχία και η φίλη της. Έκαναν έναν κατάλογο με τα ονόματα τους και αφού υπολογίσανε πόσα εισιτήρια θα μπορούσε να πάρει ο καθένας τους και βεβαιώθηκαν ότι οι προοπτικές ήταν καλές, τυπώσανε τα εισιτήρια της τιμητικής τους και ξαμοληθήκανε, για να τα διαθέσουνε.
Κάποια ώρα χτυπήσανε και την πόρτα του γραφείου ενός πολύ πλούσιου θεατρόφιλου και πολύ κουβαρντά. Αυτός θα έπαιρνε τουλάχιστον δέκα εισιτήρια. Ίσως και είκοσι. Χωρίς να αποκλείεται να τους έκανε κι ένα «χοντρό» δώρο, έτσι έξτρα! Τον βρήκανε στις καλές του. Με εγκάρδιο χαμόγελο τις υποδέχθηκε:

- Καλώς τες... Καθίστε...

- Ξέρετε, κάνουμε μια τιμητική και ήρθαμε να σας παρακαλέσουμε να μας βοηθήσετε...

- Ό,τι θέλετε...

- Πόσα εισιτήρια να σας αφήσουμε;

- Όσα σας κάνει κέφι...

- Να σας αφήσουμε είκοσι;

- Και είκοσι και τριάντα και σαράντα... Πριν όμως απ’ όλα αυτά, πείτε μου, τι θα πάρετε...

- Δεν χρειάζεται...

- Ε, πώς... Μια και ήρθατε στο γραφείο μου, κάτι θα πάρετε.

Και ο θεατρόφιλος χτύπησε το κουδούνι και μπήκε κάποιος υπάλληλος.

- Για κοίτα εδώ, Κωστάκη, τι θα πάρουν οι κυρίες;...

- Τι να πάρουμε, δηλαδή;

- Ό,τι θέλετε... Το καφενείο μας έχει απ’ όλα. Και καταΐφι έχει και μπακλαβά έχει...
Τι καταΐφι και τι μπακλαβά! Πώς θα τρώγανε καταΐφια και μπακλαβάδες με τέσσερα δόντια η κάθε μία;

- Κανένα καφεδάκι, αν γίνεται...

- Πως δεν γίνεται, αμέ!...
...Αλλά, όπως αποδείχθηκε, καφεδάκι δε γινότανε. Ο υπάλληλος που πήγε κι ήρθε, τις πληροφόρησε, ότι ο καφετζής έλειπε.

- Ε, καλά δεν πειράζει...

Ο θεατρόφιλος όμως επέμενε:

- Δεν γίνεται, κάτι θα πάρετε μια και ήρθατε στο γραφείο μου.

Ο υπάλληλος πρότεινε:

- Να σας φέρω ένα γλυκό του κουταλιού;

- Ας είναι ένα γλυκό του κουταλιού.

- Τι γλυκό προτιμάτε;

- Βανίλια!
Η καημένη η Ευτυχία προτίμησε τη βανίλια. Μαλακό πράμα η βανίλια. Λιώνει μόνη της στο στόμα. Δε χρειάζεται μάσημα.
Έφυγε με την παραγγελία ο υπάλληλος και σε λίγο ήρθε με δύο... νεραντζάκια! Δύο νεραντζάκια σαν γροθιές μικρού παιδιού.

- Δυστυχώς, βανίλια δεν υπήρχε και σας έφερα νεραντζάκια...

Ο θεατρόφιλος ενθουσιάστηκε.

- Α, είναι πολύ ωραία... Εγώ τρώω δύο κάθε μέρα. Δοκιμάστε τα να δείτε...
Τι να κάνει η Ευτυχία; Για να ευχαριστήσει τον θεατρόφιλο - σαράντα εισιτήρια θα έπαιρνε - έχωσε στο στόμα της αυτή τη πράσινη μπάλα του τένις και με τα λιγοστά δόντια της ανίχνευε για να βρει ένα μαλακό μέρος, για ν’ αρχίσει να το τραγανίζει.
Μαλακό μέρος, όμως, δεν υπήρχε. Έτσι το νεραντζάκι πήγαινε από μάγουλο σε μάγουλο, ενώ η Ευτυχία κοιτούσε γύρω-γύρω για να δει πού θα μπορούσε να το αφήσει. Ο θεατρόφιλος όμως - σαράντα εισιτήρια ήταν αυτά - ήθελε κουβέντα.

- Για πες μου Ευτυχία... Πού θα πάει εφέτος ο Μαυρέας;

Πώς να του απαντήσει, η Ευτυχία, με τη νεραντζάρα στο στόμα; Έβαλε με τρόπο το χέρι της μπροστά, έσπρωξε το νεραντζάκι με τη γλώσσα και το έφτυσε.

- Εφέτος θα κάνουνε θίασο με τον Κοκκίνη.

Κοίταξε με απελπισία γύρω-γύρω για να βρει ένα μέρος να το ακουμπήσει και επειδή δε βρήκε, το έβαλε πάλι -με τρόπο- στο στόμα της.

- Οι αδελφές Καλουτά θα μείνουνε στου Μακέδου;

Άντε πάλι να βγει το νεραντζάκι από το στόμα, για να δοθεί η απάντηση.
Έγινε τρεις τέσσερις φορές αυτή η ιστορία και τελικά, για να γλιτώσει, κατάφερε να το βάλει στην τσάντα της. Όταν βγήκαν έξω, η Ευτυχία ρώτησε τη φίλη της:

- Εσύ, μωρή τι το ‘κάνες το νεραντζάκι;

- Το κατάπια Ευτυχία μου.

- Πώς το κατάπιες;

- Έτσι αμάσητο... σαν ασπιρίνη...

- Χαρά στον οισοφάγο σου!
Πάντως, χαλάλι η ταλαιπωρία τους, η «τιμητική» πέτυχε και οι οδοντοστοιχίες μπήκανε…

Το κείμενο, από το βιβλίο "Κωμικοτραγικά" των Αλέκου Σακελλάριου

και Δήμου Λεβιθόπουλου.
Προσωπικό αρχείο.

1 σχόλιο:

Mat είπε...

Βασικα επαιζε ποκα.
Δεν ηταν σαν τις ανιαρες κυριες του κολωνακιου,επαιζε με φορτιγατζιδες.